ἄκεσις
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A healing, cure, Hdt.4.90, 109, Hierocl.in CA25p.477M.; τὸν εὑράμενον παυσινόσους ἀκέσεις IG3.900.
2 mending, repair, θυρᾶν IG4.1484 (Epid.); μηχανώματος GDI2502.62 (Delph.).
II name of plaster, Asclep. ap. Gal.13.442.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [sg. gen. -ιος IG 42.102.276, Hp.Praec.10; plu. ac. -ιας Hp.de Arte 9]
I 1cont. medic. curación, tratamiento, remedio ἀκέσιας ἀναμαρτήτους δεῖ εἶναι Hp.de Arte 9, cf. Praec.1, 10, ὁ δὲ Τέαρος λέγεται ... εἶναι ποταμῶν ἄριστος τά τε ἄλλα <τὰ> ἐς ἄκεσιν φέροντα Hdt.4.90, παυσίνοσοι ἀκέσεις IG 22.3575.6 (Eleusis II d.C.), διὰ ... τὴν τῶν ἐπιτηδείων πρὸς ἄκεσιν ἀπορίαν D.C.Epit.8.5.6
•c. gen. ὑστερέων Hdt.4.109, νόσων Ph.2.224, cf. D.C.38.19.1, λοιμοῦ πιέσαντος Paus.2.32.6
•n. de un emplasto Asclep. en Gal.13.442
•una forma de malaquita como remedio en medicina, Plin.HN 33.92.
2 gener. reparación, arreglo c. gen. θυρᾶν IG 42.102.276, 297 (Epidauro IV a.C.), μαχανώματος CID 2.31.62 (IV a.C.)
•solución ἡ τοῦ παρόντος δεινοῦ σφῖσιν ἄ. D.C.57.7.
II personif. Acesis e.e. Curación divinidad venerada en Epidauro, Paus.2.11.7, cf. IG 22.4533.36 (II/III d.C.).
German (Pape)
[Seite 71] ἡ, Heilung, Her. 4, 90. 109; Hippocr.; Plut. Num. 13, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
cure, guérison.
Étymologie: ἀκέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἄκεσις: εως (ᾰ) ἡ лечение, исцеление Her., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκεσις: -εως, ἡ, θεραπεία, Ἡρόδ. 4. 90, 109· τὸν εὑράμενον παυσιπόνους ἀκέσεις, Συλλ. Ἐπιγρ. 434. ΙΙ. ὄνομα ὑπαλείμματος ἢ ἐμπλάστρου, Γαλην.
Greek Monolingual
ἄκεσις (-εως), η (Α)
1. θεραπεία, γιατριά (Ηρόδ. Δ, 90)
2. επιδιόρθωση
3. αλοιφή ή έμπλαστρο (Γαληνός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέσιμος
μσν.
ἀκεσίας].
Greek Monotonic
ἄκεσις: -εως, ἡ (ἀκέομαι), θεραπεία, ίαση, γιατρειά, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Translations
remedy
Arabic: تِرْيَاق; Moroccan Arabic: دْوا; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde