ἀποσφάλλω

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσφάλλω Medium diacritics: ἀποσφάλλω Low diacritics: αποσφάλλω Capitals: ΑΠΟΣΦΑΛΛΩ
Transliteration A: aposphállō Transliteration B: aposphallō Transliteration C: aposfallo Beta Code: a)posfa/llw

English (LSJ)

aor. 1 -έσφηλα (v. infr.):—
A lead astray, drive in baffled course, ὅντινα πρῶτον ἄποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς πέλαγος Od.3.320; μή.. σφας ἀποσφήλειε πόνοιο lest he balk them of the fruits of toil, Il. 5.567.
2 cause to err, Lib.Or.59.147.
II mostly in Pass., especially in aor. 2 ἀπεσφάλην [ᾰ], to be balked or disappointed of, τῆς ἐλπίδος Hdt.6.5; to be deprived of, φρενῶν Sol.33.4, A.Pr.472; γνώμης Id.Pers.392; οὐσίας ἀρετῆς ἀπεσφαλμένοι mistaken as to the nature of... Pl.Lg.950b; fail in reaching, Ἰταλίας Plu.Pyrrh.15: abs., make a mistake, D.26.3; ἀποσφάλλεσθαι εἴς τι go astray, Plu.2.392b: rare in literal sense, miss one's footing, ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους ἔπεσε Id.Per.13.

Spanish (DGE)

I 1sent. literal hacer tomar un curso equivocado ὅν τινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς πέλαγος Od.3.320
fig. hacer equivocarse τὰς τῶν πολλῶν δόξας Lib.Or.59.147.
2 privar c. ac. de pers. y gen. de cosa μή ... σφας ἀποσφήλειε πόνοιο para que no les privara de (los frutos de) su trabajo, Il.5.567.
II en v. med.-pas.
1 sent. literal resbalar, tropezar ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους ἔπεσε Plu.Per.13, cf. 2.939a
fig. equivocarse, cometer un error ὅταν δ' ὁ κυβερνήτης ἀποσφαλῇ D.26.3, cf. Plu.2.392b
sufrir adversidades ἐξ ἁπάντων ἀποσφαλῆναι UPZ 144.34 (II a.C.).
2 no alcanzar, no lograr, fallar c. gen. abstr. φρενῶν ἀποσφαλείς fallando su inteligencia Sol.23.4, A.Pr.472, Ἱσταῖον ... ἀποσφαλέντα τῆς ἐλπίδος Hdt.6.5, γνώμης A.Pers.392, οὐσίας ἀρετῆς ἀπεσφαλμένοι no alcanzando la naturaleza de la virtud Pl.Lg.950b, τοῦ κυριωτάτου Plb.4.81.8, cf. Aristaenet.1.12.7
tb. Ἰταλίας Plu.Pyrrh.15.

German (Pape)

[Seite 329] abirren machen, verschlagen, ὅν τινα ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς πέλαγος μέγα τοῖον Od. 3, 320; μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο Iliad. 5, 567. Bes. pass., abgleiten, ἐὰν ἀποσφαλῇ Dem. 26, 3; Plut. Pericl. 13; verfehlen, nicht erlangen, φρενῶν Aesch. Prom. 470. vgl. Solon bei Plut. Sol. 14; γνώμης Pers. 384; ἐλπίδος Eur. I. A. 742; οὐσίας, ἀρετῆς, Plat. Legg. XII, 950 b; Xen. Cyr. 5, 2, 23; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 4, 81.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσφαλῶ, ao. ἀπέσφηλα, etc.
1 faire tomber en glissant ; Pass. glisser et tomber ; fig. ἀπ. τινὰ πόνοιο IL faire perdre à qqn le fruit de ses peines ; Pass. ἀποσφαλῆναι φρενῶν ESCHL être trompé dans son attente ; ἐλπίδος ἀποσφάλλεσθαι HDT perdre une espérance ; échouer dans qqe entreprise;
2 faire glisser hors de ; faire fausse route, égarer, faire errer : ἐς πέλαγος OD à travers la mer.
Étymologie: ἀπό, σφάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσφάλλω:
1 сбивать с пути, уносить прочь (τινὰ ἐς πέλαγος Hom.): ἀ. τινὰ πόνοιο Hom. сделать напрасным чей-л. труд; pass. сбиваться с пути, отклоняться, тж. лишаться (φρενῶν Aesch.); ἀποσφάλλεσθαι εἴς τι Plut. отклоняться в сторону чего-л.; ἀποσφαλεῖσθαι τῆς Ἰταλίας Plut. не достигнуть (берегов) Италии;
2 pass. оступаться, спотыкаться (ἀποσφαλεὶς ἔπεσε Plut.);
3 pass. перен. терпеть неудачу, обманываться (τινος Aesch., Her., Xen., Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσφάλλω: μέλλ. -σφᾰλῶ: ἀόρ. α΄ -έσφηλα: ― ἀποπλανῶ τῆς ὁδοῦ, ὅντινα πρῶτον ἀποσφήλωσιν ἄελλαι ἐς πέλαγος, «ἀποκρουσθῆναι καὶ ἀποσφαλῆναι ποιήσωσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 320· μὴ τι πάθοι, μέγα δὲ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο, μήπως πάθῃ τι καὶ μεγάλως «ἀποσφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν ποιήσῃ τοῦ ἔργου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 567. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ κατ’ ἀόρ. β΄ ἀπεσφάλην [ᾰ], ἀποτυγχάνω, τῆς ἐλπίδος Ἡρόδ. 6. 5· χάνω, ἀποσφαλεὶς φρενῶν Σόλων 25. 4, Αἰσχύλ. Πρ. 472· γνώμης ὁ αὐτ. Πέρσ. 392· οὐσίας τινὸς ἀπεσφαλμένος, ἠπατημένος ὡς πρὸς τὴν οὐσίαν, τὴν φύσιν τινός, Πλάτ. Νόμ. 950Β· δεν κατορθώνω νὰ φθάσω, Ἰταλίας Πλουτ. Πύρρ. 15: ― ἀπολ., λείπω ἢ ἐχάθην, Δημ. 801. 15· ἀποσφάλλεισθαι εἴς τι, ἀποπλανᾶσθαι, Πλούτ. 2. 392Β: ― ἡ κύρια σημασία εἶναι ὀλισθαίνω, ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους, ἔπεσε, Πλουτ. Περ. 13.

English (Autenrieth)

only aor. subj. ἀποσφήλωσι, and opt. ἀποσφήλειε: cause to stray from a straight course, Od. 3.320; met., μὴ (Μενέλᾶος) μέγα σφας ἀποσφήλειε πόνοιο, ‘disappointthem of, ‘make vaintheir toil, Il. 5.567.

Greek Monolingual

ἀποσφάλλω (Α)
1. βγάζω κάποιον απ' τον σωστό δρόμο
2. χάνω το βήμα μου
3. (-ομαι) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι.

Greek Monotonic

ἀποσφάλλω: μέλ. -σφᾰλῶ, αόρ. αʹ -έσφηλα·
I. εκτρέπω κάποιον από τον δρόμο του, παροδηγώ, αποπλανώ, σε Ομήρ. Οδ.· ἀποσφάλλω τινὰπόνοιο, παροδηγώ κάποιον ώστε να αποτυχει στην εκπόνηση ενός έργου, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ., αόρ. βʹ ἀπεσφάλην [ᾰ], οδηγούμαι στην αποτυχία ή διαψεύδομαι, απατώμαι από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· αποστερούμαι κάτι, σε Αισχύλ.· αποτυγχάνω να φθάσω ή να προσεγγίσω, Ἰταλίας, σε Πλούτ.· απόλ., λείπω, έχω χαθεί, σε Δημ.

Middle Liddell

I. to lead astray, drive away, Od.; ἀπ. τινὰ πόνοιο to baulk them of the fruits of toil, Il.
II. Pass., aor2 ἀπεσφάλην [α], to be baulked or disappointed of a thing, c. gen., Hdt.: to be deprived of, Aesch.: to fail in reaching, Ἰταλίας Plut.: absol. to be missing or lost, Dem.