ὀξύς
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
ύδος, ἡ,
A wood sorrel, Oxalis Acetosella, Plin.HN27.112. 2 = ὀξύσχοινος, great sea-rush, Juncus acutus, ib.21.113. 3 = ὀξαλίς, sorrel, Rumex acetosa, Gal.11.667.
ὀξύς, εῖα, ύ, Ion. fem.
A ὀξέα Hdt.9.23, al., v.l. in Hp.Mul.1.64, al. (in codd. freq. ὀξέη, and so Babr.73.1 metri gr.) : ὀξεῖα, poet. for neut. pl. ὀξέα, Hes.Sc.348 :—sharp, keen, whether of a point or an edge, in Hom. and Hes. mostly of weapons or anything made of metal, ἄκων Il.10.335, al.; ἄορ 21.173, Hes.Sc.457 ; βέλος Il.4.185, etc.; also of non-metallic substances, λᾶας 16.739 ; μοχλός Od.9.382 ; σκόλοπες Il. 12.56,64 ; ὀξεῖα κορυφή, of a mountain-peak, Od.12.74 ; so πάγοι ὀξέες 5.411 ; λίθος ὀξὺς πεποιημένος sharpened so as to serve as a knife, Hdt. 7.69, cf. 3.8 ; κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας brought to a point, Id.7.64 ; ὄρεα ἐς ὀ. τὰς κορυφὰς ἀ. Id.2.28 ; τὸ ὀ. the apex of a triangle, ib.16 ; of the heart, Arist.Resp.478b5 ; τὸ ὀ. τοῦ ᾠοῦ Id.GA752b8 ; ὀ. γωνία an acute angle, Id.Top.107a16, al., Euc.1 Def.12, Archim. Spir.16 ; Χρόνος ὀξὺς ὀδόντας Simon.176 ; ἡ ὀξεῖα, name of a surgical instrument, Hermes 38.282, Heliod. ap. Orib.44.23.59 ; but also, a pointed splinter of bone, ib.46.20.5. II in reference to the senses, 1 of feeling, sharp, keen, ὀδύναι Il.11.268 ; ὀ. ἠέλιος the piercing sun, h.Ap.374 ; ὀξειᾶν ἀκτίνων πατήρ, i.e. the Sun, Pi.O.7.70 ; Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων Archil.61 ; πῦρ ὀ. Anaxipp.1.12 ; so χιὼν ὀξεῖα Pi.P.1.20 ; so also of grief and the like, ἄχος Il.19.125 ; μελεδῶναι Od.19.517 : and generally, sharp, severe, μάχη ὀξέα . . γίνεται keenly contested, Hdt.9.23 ; ὀ. πυρετός Hp.VM16 (Sup.); [ἡ νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται S.Ph.808 ; νόσοι, μανίαι, Pi.O.8.85, N.11.48 (Comp.), cf. Hp.Acut.tit., Archig. ap. Gal.9.887 ; πάθαι Pi.P.3.97 ; ἐπιμομφά Id.O.10(11).9, etc. 2 of the sight, ὀξύτατον ὄμμα Id.N.10.62 ; ὄψις . . ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος . . αἰσθήσεων Pl.Phdr. 250d : freq. in neut. as Adv., ὀξύτατον δέρκεσθαι to be keenest of sight, Il.17.675 ; ὀξύτατα καθορᾶν Pl.R.516c ; so ὀξὺ νοεῖν notice a thing sharply, Il.3.374 ; ὀξὺ προϊδεῖν Od.5.393 ; ὀξύτερον βλέπει Ar.Pl.1048, Lys.1202 (lyr.) : prov., ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν Id.Pl.210, cf. Macar.Prov.6.41 ; also ὀξὺ ἄκουσεν heard with sharp ear, Il.17.256, cf. Pl.Lg.927b ; ὀξεῖαν ἀκοὴν . . λόγοις διδούς keen attention, S.El. 30. b of things that affect the sight, dazzling, bright, αὐγὴ Ἠελίου Il.17.372 ; [Ἠελίου] ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι 14.345 : hence of colours, Ar.Pax1173 (v. φοινικίς 2) ; αἱ ὀξεῖαι χροιαί Arist. Phgn.806b4 ; πορφύρα Plu.Cat.Mi.6, PHolm.20.36 ; [ἐσθὴς] ὀξυτέρα καὶ τηλαυγεστέρα Ael.NA4.46. 3 of sound, shrill, piercing, ἀϋτή Il.15.313 ; ὀξὺ βοήσας 17.89 ; ὀξὺ δὲ κωκύσασα 18.71 ; ὀξὺ λεληκώς 22.141 ; ὀξέα κεκληγώς 17.88, etc.; of whinnying horses, ὀξεῖα χρέμισαν Hes.Sc.348 ; of young pigs, ὀξὺ κεκράγατε Ar.Ach.804 ; of the scream of birds of prey, ὀξέα κλάζων S.Ant.112 (anap.) ; of metals, ἰάχεσκε σάκος ὀξέα καὶ λιγέως Hes.Sc.233 ; also of the wail of the nightingale (cf. ὀξύφωνος), ὄρνιθος ὀ. φθόγγον S.Ant.424 ; so ἐπηλάλαξαν τὸν ὀ. νόμον shrieked their shrill song, A.Th.952 (lyr.) ; ὀξὺ μέλος, of the grasshopper, Ar.Av.1095 (lyr.). b of musical tones, in a technical sense, high-pitched, opp. βαρύς, φθόγγοι Pl.Ti.80a, X. Cyn.6.20 ; ὀξυτάτη χορδή Pl.Phdr.268d ; φωνὴ ὀξεῖα, βαρεῖα, μέση Arist.Rh.1403b29 ; τῷ ὀξεῖ ἐν φωνῇ μὲν ἐναντίον τὸ βαρύ, ἐν ὄγκῳ δὲ τὸ ἀμβλύ Id.Top.106a13. c in Music, δι' ὀξειῶν (Dor. -ᾶν) interval of a fifth, Philol.6, Arist.Pr.920a24. d ἡ ὀξεῖα (sc. προσῳδία) the acute accent, D.T.630.1, A.D.Pron.35.10, al.; τὸν τόνον φυλάσσειν ὀ. ib.60.1 ; ὀ. συλλαβή Pl.Cra.399b ; ὀ. στοιχεῖον S.E.M.1.113. 4 of taste, sharp, pungent, acid, φακῆ X.Cyr.6.2.31 ; ὄξος Diph.18.1 ; οἶνος Alex. 141.12 ; ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς ζύμωμα Pl.Ti.74c. 5 of smell, Arist.de An.421a30 ; ὀξύτατον ὄζειν τινός Ar.Ach.193. III metaph., of the inner sense, sharp, keen, hasty, esp. quick to anger, passionate, epith. of Ares, Il.2.440,al. ; μένος ὀξύ h.Hom.8.14 ; καρδίη ὀξυτέρη Thgn.366 ; θυμὸς ὀ. S.OC1193 ; νέος καὶ ὀ. Pl.Grg.463e ; οἱ ἀκρόχολοι ὀξεῖς Arist.EN1126a18 : so in ὀξύ-θυμος, -κάρδιος, -χολος. 2 sharp, quick, δεινοὶ καὶ ὀξεῖς Pl.Ap.39b : c. inf., ἐπινοῆσαι ὀ. Th.1.70 ; γνῶναι . . ὀξύτατοι τὰ ῥηθέντα D.3.15 ; also εἰς πάντα τὰ μαθήματα ὀξεῖς Pl.R.526b ; τὰς ἐνθυμήσεις ὀξύς Luc.Salt. 81. IV of motion, quick, swift, post-Hom., ὀξυτάτους ἵππους Hdt. 5.9 (v.l. ὠκυτάτους) ; ἱερακίσκος Ar.Av.1112 ; ὀξυτέρῳ χαλινῷ S.Ant. 108 (lyr.) ; of a report, ὀξεῖα βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς Id.Aj.998 ; ὀξεῖαν ἐκβάλλει ῥοήν, of a dying man, Id.Ant.1238, cf. A.Ag.1389 ; of a flame, fierce, Thphr.HP5.9.3 ; ᾄξας ὀξὺς νότος ὥς S.Aj.258 (anap.) ; τὸ εὔψυχον . . ὀξεῖς ἐνδείκνυνται are quick in displaying, Th.4.126 ; opp. βραδύς, Id.8.96 ; opp. ῥάθυμος, Arist.EE1240a2 ; opp. ἡσύχιος, Id.EN1116a9 ; ὀ. παράγγελμα Onos.10.2 ; ὀ. καιρός an urgent crisis, Id.6.1, al.; ὁ ὀ. δρόμος the express post, POxy.900.7 (iv A. D.), 2115.6 (iv A. D.) ; ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα Ep.Rom.3.15 : esp. in Adv. (v. infr.). V regul. Adv. ὀξέως quickly, soon, βοηθεῖν, μεταχειρίσαι, Th.6.10,12, etc.; sharply, ὁρᾶν, αἰσθάνεσθαι, Pl.R.567b, Phdr. 263c ; poet. ὀξείως Epigr.Gr.986.3 (Philae) : Comp. ὀξυτέρως Hp. Epid.3.17.β' ; ὀξυτέρως ἀποθῄνσκειν ib.1.2 ; but, 2 neut. ὀξύ and pl. ὀξέα as Adv., v. supr. 11.2,3 : Comp. ὀξύτερον Th.2.8, Pl.Tht. 190a : Sup. ὀξύτατον Il.17.675, Pl.Lg.741d ; or ὀξύτατα Id.R.401e, al. (Cf. ὀξίνα, ὄκρις.)
German (Pape)
[Seite 354] εῖα, ύ, (mit ὠκύς verwandt, anch vielleicht mit ἀκή, vgl. Buttm. Lexil. I, 243. II, 67 ff.), scharf, spitz; bes. zunächst von schneidenden Werkzeugen, Waffen; πέλεκυς, Il. 17, 250 u. öfter; ἄκων, 21, 590; δόρυ, φάσγανον, ξίφος, ἄορ, βέλος u. ä., Il. oft; ὄγκοι, 4, 214; βέλη, Pind. P. 4, 213; ὄνυχες λεόντων, N. 4, 63; σκόλοπες, Il. 12, 56. 64; auch λᾶας, 447; πάγοι, Od. 5, 411; μοχλὸν ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ, 9, 382; κορυφή, Berggipfel, 12, 74; σίδηρος, Eur. Suppl. 590; φάσγανον, I. A. 1566. – Dah. Alles, was auf die Sinne einen schneidenden, stechenden Eindruck macht, empfindlich ist; – a) vom Gefühl; ἠέλιος, die stechende, scharfbrennende Sonne, H. h. Apoll. 374; Hes. O. 416; ὀξειᾶν ἀκτίνων, Pind. Ol. 7, 70, vgl. 3, 25; auch χιόνος ὀξείας, P. 1, 20; sp. D., ἥλιος, Callim. 3 (XII, 71); auch Σείριος, Archil. 42; übh. schmerzhaft, ἄχος, Il. 19, 125 Od. 11, 208; ὀδύναι, Il. 11, 268. 272; μελεδῶναι, Od. 17, 517; νόσοι, μανίαι, Pind. Ol. 8, 85 N. 11, 48; u. geistig, ὀξεῖαν ἐπιμομφάν, Ol. 11, 9, u. so bes. noch sp. D. – b) vom Gehör, scharftönend, durchdringend, von gellenden, schmetternden Tönen; ἀυτή, Il. 15, 313; u. so ὀξὺ βοήσας, 17, 89, κελεύων, 20, 52, κωκύειν, 18, 71, λεληκώς, 22, 141, κεκληγώς u. ä.; auch ὀξὺ δ' ἄκουσεν, scharf hören, 17, 256; so bei Hes. von Rossen, ὀξεῖα χρέμισαν, Sc. 348; ὀξέα καὶ λιγέως ἰάχεσ κε σάκος, 233; χάλκεον ὀξὺ βοᾶν, 243; ἐπηλάλαξαν τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 936, vgl. Pers. 1015; ἀκούειν, Suppl. 884; όξὺ βοῆς ἀκοῦσαν Ἄργος, Eur. Or. 1530; πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, Soph. Ant. 420, vgl. El. 727; ἀψόφητος ὀξέων κωκυμάτων, Ai. 314; ὀξέα κλάζων αἰετός, Ant. 112; auch ὀξεῖαν ἀκοὴν τοῖς ἐμοῖς λόγοις διδούς, El. 30; ἔστι τι όξὺ ἐν φωνῇ, Plat. Prot. 332 c; φθόγγος, im Ggstz von βαρύς, hoher Ton, Tim. 80 a; öfter auch χορδὴ ὀξυτάτη, Phaedr. 268 d; Sp., ὀξὺ μέλπειν Anacr. 53, 3, ὀξύτατα συρίξομαι, Luc. Nigr. 10. – c) vom Gesicht, blendend, hell; αὐγὴ Ἠελίοιο, Il. 17, 372; φάος, 14, 345; u. activisch, scharf sehend, ὀξὺ μάλα προϊδών, Od. 5, 393; ὀξύτατον δέρκεσθαι, Il. 17, 675. 23, 477 H. h. 18, 14, öfter; ὀξὺ νόησε (vgl. νοέω), Hom., Hes. Th. 838; ὀξεῖ' Ἐρινὺς ἰδοῖσα, Pind. Ol. 2, 45; ὀξύτατον ὄμμα, N. 10, 62. Sprichwörtlich ὀξύτερον Λυγκέως βλέπει, von scharfem Gesicht, Paroem. App. 4, 30; auch ὀξύτερον οἱ γείτονες βλέπουσι τῶν ἀλωπέκων, ibd. 31; vgl. Ar. Lys. 1202 Plut. 310; ὀξὺ βλέπειν, Plat. Conv. 219 a u. öfter; ὀξύτερος ὀφθαλμός, Ep. ad. 10 (XII, 88). – Dah. von den Farben, Arist. physiogn. 2; ὀξεῖα φοινικίς, Ar. Pax 1139. – d) vom Geschmache, scharf, herbe, bitter, sauer; ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ ξυνθεὶς ζύμωμα, Plat. Tim. 74 e, öfter; Xen., u. häufiger bei Sp.; übtr., κίνδυνος, Plut. Timol. 4. – e) übh. empfindlich, leidenschaftlich, bes. leicht in Zorn gerathend, jähzornig; Ἄρης, Hom., wie Eur. Heracl. 290; ὀξὺ μένος, H. h. 7, 14; θυμὸς ὀξύς, Soph. O. C. 1195; u. in Prosa, νέος ἐστὶ καὶ ὀξύς, Plat. Gorg. 463 e, vgl. Polit. 311 a; ὀξὺ καὶ ἀνδρεῖόν πού φαμεν, 306 e; aber auch = schnell Etwas auffassend, εἰς πάντα τὰ μαθήματα ὀξεῖς φαίνονται, im Ggstz von βραδεῖς, Rep. VII, 526 b; ἐπινοῆσαι ὀξεῖς, Thuc. 1, 70; οἱ ἀνδρεῖοι ἐν τοῖς ἔργοις ὀξεῖς, Arist. Eth. 3, 7; ὀξὺς τὰς ἐνθυμήσεις, Luc. Salt. 81. – Uebh. auch von der Bewegung, eigtl. wohl heftig, schnell, Her. 5, 9; ἐπειδὰν τὴν ὀξυτάτην δρόμου ἀκμὴν παρῇ, Plat. Rep. V, 460 e; εἴτε βραδύτερον εἴτε ὀξύτερον ἐπαΐξασα, Theaet. 190 a. Im Gegensatz von βραδύς auch Thuc. 8, 96; so κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγήν Aesch. Ag. 1362; νότος, Soph. Ai. 251, wie auch Phil. 797, ὡς ἥδε (ἡ νόσος) μοι ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ' ἀπέρχεται, von dem schnellen Anfall zu erklären ist; ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ, mit schärferem, schnellerem Zügel, Ant. 108; Sp., ὀξύτερον ἔδραμε, Diosc. 11 (VI, 220); πτήσομαι ὀξύτερος στεροπῆς, Alpheus 1 (XII, 18); nach Arist. physiogn. 2 in Beziehung auf die Bewegung dem νωθρός entgeggstzt. – So auch adv. ὀξέως, z. B. βοηθεῖν, im Ggstz von ἐνδοιαστῶς, Thuc. 6, 10; μεταχειρίσαι, ibd. 12.