συγκαταδουλόω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
join in enslaving, τινί τινας ib.46. cf. Aristid. 1.411 J.:—Med., Th.3.64, Hyp.Fr.272.
German (Pape)
[Seite 964] mit zum Sclaven machen, med. sich unterwerfen, Thuc. 3, 64. 8, 46.
French (Bailly abrégé)
συγκαταδουλῶ :
asservir ou subjuguer ensemble;
Moy. συγκαταδουλόομαι, συγκαταδουλοῦμαι m. sign.
Étymologie: σύν, καταδουλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταδουλόω helpen tot slaaf te maken (van), helpen te onderwerpen (aan), met acc. (en dat.); ook med.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταδουλόω: тж. med. вместе порабощать: σ. τινά τινι Thuc. порабощать кого-л. наряду с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδουλόω: ὑποδουλώνω μετά τινος, βοηθῶ εἰς ὑποδούλωσιν, τινά τινι Θουκ. 8. 46· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 3. 64, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81.
Greek Monotonic
συγκαταδουλόω: μέλ. -ώσω, βοηθώ στην υποδούλωση, σκλαβώνω μαζί με κάποιον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to join in enslaving, τινά τινι Thuc.; so in Mid., Thuc.
Lexicon Thucydideum
una in servitutem redigere, to reduce together to slavery, 8.46.3,
MED. idem, the same 3.64.3.