χῶρος

From LSJ
Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῶρος Medium diacritics: χῶρος Low diacritics: χώρος Capitals: ΧΩΡΟΣ
Transliteration A: chō̂ros Transliteration B: chōros Transliteration C: choros Beta Code: xw=ros

English (LSJ)

ὁ,

   A like χώρα 1, a definite space, piece of ground, place, χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il.3.315; διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ ib.344; νεκύων διεφαίνετο χῶρος a space clear of the dead, i. e. not filled by them, 8.491; χ. ὑλήεις, ἐρῆμος, οἰοπόλος, ψαμαθώδης, Od.14.2, Il.10.520, 13.473, h.Merc.75; πίων Hes.Op.390; εὐαής ib.599; καταστύφελος Id.Th.806; ἀσυνήθης Emp.118; region, ἀτερπὴς χ., of the lower world, Od.11.94, cf. Emp.121; so εὐσεβῶν χ. Lycurg.96, Pl.Ax.371c, cf. IG12(7).115.20 (Amorgos); χ. ἀσεβῶν Pl.Ax.371e, Luc.Nec.12; ὁ περίγειος χ. the region of this world, τὸν π. καταλελοιπότες χῶρον μετεωροπολεῖν ἐγνώκασιν Ph.1.196; δένδρε' ἔθαλλεν χ. Pi.O.3.23: pl., Hdt.2.178; Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χ. A.Eu.24; θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph.1148 (lyr.); Μακραὶ δὲ χῶρός ἐστ' ἐκεῖ κεκλημένος; E.Ion 283; πόδες δέ οἱ οὐχ ἑνὶ χώρῳ Call.Del.192.    2 space, compass, ποιῆσαι ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν δύναμιν Plb.11.1.3.    II land, country, Hdt.4.30; ὁ Λιβυκὸς χ. v. l. in Id.2.19; τοῦ Ἀταρνέος ἐστὶ χ. Id.1.160; τῆς Ἀραβίης 2.75: pl., lands, τῶν Θηβαίων ἔκειρε τοὺς χ. Id.9.15, cf. S.OT1126: metaph., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χ. Id.Tr.145; χ . . . οὗτος (leg. αὑτός) ἀνθρώπου φρενῶν Id.Fr. 910.    2 landed property, estate, Axiop.5, X.Cyr.7.4.6.    3 the country, opp. the town, ἐν τῷ χ. καὶ ἐν τῷ ἄστει Id.Oec.5.4, cf. 11.18; σπείρω τ' ἄρουραν . . Βερέκυντα χ. A.Fr.158.    4 country town, IG12(9).189.26 (Eretria, iv B. C., pl.); ὁ χ. ὁ Μοττιανῶν κτλ. LW1745 (Gergis).—Rare in pure Att. Prose (Th.2.20, 7.78, f.l. in Antipho 3.2.8), but common in X.
χῶρος, ὁ,

   A north-west wind, Lat. corus, Act.Ap.27.12.

German (Pape)

[Seite 1388] ὁ, 1) Raum, Platz, Stelle, Gegend, Ort; oft bei Hom. u. Folgdn; χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il. 3, 315; ὅτε δή ῥ' ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο 4, 446; ὀλίγος δ' ἔτι χῶρος ἐρύκει 20, 161; χῶρος ἐρῆμος, οἰόπολος, 10, 520. 13, 473; Raum, Platz, Zwischenraum, 8, 491. 10, 199, wie D. Hal. 8, 67; πίων, εὐαής, καταστάφυλος, Hes. O. 392. 601 Th. 806, u. sonst; Pind. Ol. 3, 27 P. 4, 209; Tragg., Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. Eum. 24; θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος Soph. Phil. 1133; das Gebiet einer Stadt, Her. 1, 160; und so auch im plur., 9, 15; wie bei den Att. nur χώρα gebraucht wird; – ἐν βραχεῖ χώρῳ ποιήσας τὴν ὅλην δύναμιν Pol. 11, 1,3. – 2) Ackerland, Landgut, Xen. Cyr. 7, 4,6. – (χάω, χανδάνω sind als Stamm anzusehen.)

Greek (Liddell-Scott)

χῶρος: ὁ· (ἄγνωστος ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως)· - ὡς τὸ χώρα Ι, τόπος,κεχωρισμένον μέρος ἐδάφους, μέρος, χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, «τὸν τόπον ... πᾶν τὸ χωρίον ἐν ᾧ ἔμελλον μονομαχήσειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 315· διαμετρητῷ ἑνὶ χῶρος, «ὅπου καθαρὸς καὶ διατρανὴς ἦν ὁ τόπος ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Σχόλ.), Θ. 491, Κ. 199· χ. ὑλήεις, ἔρημος, οἱοπόλος, ψαμαθώδης Ὀδ. Ξ. 2, Ἰλ. Κ. 520, Ν. 472, κ. ἀλλ.· πίων Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 388· εὐαὴς αὐτόθι 597· καταστύφελος Ἡσ. Θεογ. 806· οὕτω, δένδρε’ ἔθαλλον χ. Πινδ. Ο. 3. 40· συχν. ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. (π.χ. 2. 178), καὶ Τραγ· Βρόμιος δ’ ἔχει τὸν χῶρον Αἰσχύλ. Εὐμ. 24· θηρῶν οὓς ὅδ’ ἔχει χῶρος Σοφ. Φιλ. 1148· Μακραὶ δὲ χὼρός ἐστ’ ἐκεῖ κεκλημένος Εὐρ. Ἴων. 283, κλπ.· - ποιήσας ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν ὅλην δύναμιν, συμπυκνώσας ἐντὸς μικροῦ χώρου τὴν ὅλην δύναμιν, Πολύβ. 11. 1, 3· - μεταφορ., χῶρος ... οὗτος ἀνθρώπου φρενῶν Σοφ. Ἀποσπ. 757, πρβλ. Τραχ. 145. ΙΙ χώρα, γῆ, Ἡρόδ. 4. 30· ὁ Λιβυκὸς χ. ὁ αὐτ. 2. 19· τοῦ Ἀταρνέος χ. ὁ αὐτ. 1. 160· τῆς Ἀραβίης 2. 75· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., χῶραι, τῶν Θηβαίων ἕκειρε τοὺς χώρους ὁ αὐτ. 9. 15, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1126· μεταφορ., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χώροις ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 145. 2) περιουσία κτηματική, κτῆμα «ὑποστατικὸν», Ξεν. Οἰκ. 11, 18· Κύρου Παιδ. 7. 4, 6 3) ἡ ἐξοχή, οἱ ἀγροί, Λατ. rus, ἐν τῷ χώρῳ καὶ ἐν τῷ ἄστει ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 4, πρβλ. 11, 18ι μετὰ τοῦ ἄρουρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155. ΙΙΙ. χ. ὁ περίγειος = orbis terrarum, Φίλων, Ἐκκλ. - Ἡ λέξις εἶναι σπανία παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις πλὴν παρὰ Ξεν. πρβλ. χώρα ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
espace, d’où
1 intervalle entre : νεκύων IL entre les morts;
2 emplacement déterminé, lieu limité ; χῶρος ὅδε, οὗτος, etc. le lieu, le pays que voici ; χῶρος ἀσεβῶν LUC séjour des impies;
3 pays, région, contrée ; territoire d’une cité;
4 espace de la campagne, campagne ; particul. bien de campagne, fonds de terre.
Étymologie: R. Χα, être ouvert ; cf. χώρα, χωρίς.

English (Autenrieth)

a space, place; more concrete than χώρη. Spot, region, Od. 14.2.

English (Slater)

(-ος, -ον.)
   1ground, place, land ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος (O. 3.23) ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) (P. 4.269) Εὐρίπου τε συνέτεινε χῶρον (Pae. 9.49) ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ. 7. 8.