αἰακτός
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
αἰακτή, αἰακτόν, (αἰάζω)
A lamentable, πήματα A.Th.846 lyr.), cf. Ar. Ach.1195 (paratrag.); lamented, θυγάτηρ Epigr.Gr.205 (Halic.).
II wailing, miserable, A.Pers.932,1068 (both lyr.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 llorado, lamentado θυγάτηρ GVI 1079.5 (Halicarnaso II a.C.).
2 doloroso, lamentable πήματα A.Th.846, cf. Pers.931, Ar.Ach.1195 (paród.), γόος lamento quejumbroso, GVI 1540.2 (Esmirna II d.C.).
3 entre lamentos, lloroso, llorado αἰ. ἐς δόμους κίε A.Pers.1069.
• Etimología: Cf. αἴ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 déploré, déplorable;
2 qui déplore.
Étymologie: αἰάζω.
German (Pape)
bejammert, bejammernswert, πήματα Aesch. Spt. 828, Pers. 895; Ar. Ach. 1197. Aber Aesch. Pers. 1025 scheint es aktiv., klagend.
Russian (Dvoretsky)
αἰακτός: [adj. verb. к αἰάζω
1 оплакиваемый Aesch.: ἐκεῖνο δ᾽ αἰακτὸν ἂν γένοιτό μοι Arph. это было бы для меня весьма прискорбно;
2 плачущий, скорбящий Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
αἰακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἰάζω, ἄξιος οἰμωγῆς καὶ ὀδυρμοῦ, πήματα, Αἰσχύλ. Θ. 846· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1195· θρηνηθείς· θυγάτηρ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 205. ΙΙ. θρηνῶν, ἐλεεινός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 931, 1069.
Greek Monotonic
αἰακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἰάζω,
I. άξιος κλαυθμού, άξιος οδυρμού και θρήνου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
II. αυτός που θρηνεί, ελεεινός, δυστυχής, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἰάζω
I. bewailed, lamentable, Aesch., Ar.
II. wailing, miserable, Aesch.