αἴθρη
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, Hom. and Ar. ll.cc.: later αἴθρα, Antiph.52.14, etc.:—
A clear sky, ποίησον δ' αἴθρην Il.17.646; ἀλλὰ μάλ' αἴθρη πέπταται ἀνέφελος Od.6.44, cf. Ar.Av.778 (lyr.), Lyc.700, AP6.179 (Arch.), etc.
II air, as an element, Orac.Chald.169.
French (Bailly abrégé)
c. αἴθρα.
German (Pape)
ἡ, heiterer Himmel, reine Luft, derjenige Zustand der Luft, bei welchem der αἰθήρ zu sehen ist, vgl. αἰθήρ; Hom. dreimal, Od. 6.44, 12.75, Il. 17.646; Rhianus las Od. 6.44 αἰθήρ, s. Scholl. Didym. und vgl. Lehrs Aristarch. 174; – νήνεμος Ar. Av. 778; – Alex. Ath. IX.379a und Antiphan. X.449c brauchen es für αἰθήρ. vgl. Strat. 36 (XII.194); Lyc. 700, 822.
Russian (Dvoretsky)
αἴθρη: ἡ
1 чистое небо, ясная погода Hom., Eur., Arph.;
2 Anth. = αἰθήρ.
Greek (Liddell-Scott)
αἴθρη: ἡ, παρ’ Ἀττ. ὡς καὶ παρ’ Ὁμ.: μεταγεν. αἴθρα, Πιερσ. Μοῖρ. σ. 184: (συγγενὲς τῷ αἰθήρ, ὡς γάστρα τῷ γαστήρ). Καθαρὸς οὐρανός, εὔδιος, λαμπρὸς καιρός, Λατ. sudum, ποίησον δ’ αἴθρην, Ἰλ. Ρ. 646· ἀλλὰ μάλ’ αἴθρη πέπταται ἀνέφελος, Ὀδ. Ζ. 44: σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 50, Ἀριστοφ. Ὄρ. 778· ποιητικ. λέξις, πρβλ. αἰθρία.
English (Autenrieth)
(cf. αἰθήρ): clear sky, serenity.
Greek Monotonic
αἴθρη: (ακόμα και στην Αττ.· όχι αἴθρα, που είναι μεταγεν. τύπος), ἡ (αἰθήρ), καθαρός ουρανός, ξαστεριά, Λατ. sudum, σε Όμηρ.
Middle Liddell
αἰθήρ
not αἴθρα even in Attic; clear sky, fair weather, Lat. sudum, Hom.