διαφαύσκω

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφαύσκω Medium diacritics: διαφαύσκω Low diacritics: διαφαύσκω Capitals: ΔΙΑΦΑΥΣΚΩ
Transliteration A: diaphaúskō Transliteration B: diaphauskō Transliteration C: diafaysko Beta Code: diafau/skw

English (LSJ)

Ion. (and later Prose, D.H.9.63) διαφώσκω, aor. διέφαυσα LXX Ge.44.3, al.:—show light through, dawn, ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ as soon as day began to dawn, Hdt.3.86, 9.45; ἄρτι διαφαύσκοντος (abs.) Plb.31.14.13.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. y tard. -φώσκω Hdt.3.86, D.H.9.63
amanecer ἅμ' ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ Hdt.l.c., cf. LXX 1Re.14.36, D.H.l.c., τὸ πρωὶ διέφαυσκεν LXX Ge.44.3, ἕως διαφαύσῃ ὁ ὄρθρος LXX Id.16.2B, cf. Iu.14.2, ἄρτι διαφαύσκοντος Plb.31.14.13.

German (Pape)

[Seite 610] durchleuchten, Pol. 31, 22 ἄρτι διαφαύσκοντος, emend. für διαφάσκοντος, da es Tag wurde, s. διαφώσκω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
commencer à briller : ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ (ion.) HDT le jour commençant à poindre.
Étymologie: διά, φαύσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαφαύσκω, Ion. διαφώσκω [διά, φάω] stralen:. ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ bij de eerste stralen van de dag Hdt. 3.86.1.

Russian (Dvoretsky)

διαφαύσκω: (рас)светать: ἄρτι διαφαύσκοντος Polyb. как только рассвело.

Greek (Liddell-Scott)

διαφαύσκω: Ἰων. -φώσκω· - διαφαίνω, δεικνύω φῶς διὰ μέσου, διαυγάζω, ἀνατέλλω, ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ ἡμέρα ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. διαυγάζω.

Greek Monolingual

διαφάω και Α διαφώσκω και διαφαύω)
διαφαίνομαι, φέγγω, χαράζω.

Greek Monotonic

διαφαύσκω: Ιων. -φώσκω (φάος, φῶς), μόνο στον ενεστ.,· ρίχνω φως κατευθείαν μέσα σε, ξημερώνω, ανατέλλω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic -φώσκω φάος, φῶς] only in pres.]
to show light through, to dawn, Hdt.