καταφημίζω
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
aor. -εφήμισα, Dor. -εφάμιξα Pi.O.6.56:—Pass., pf. -πεφήμισμαι (v. infr.):—
A spread abroad, announce, κατεφάμιξεν καλεῖσθαί νιν Pi.l.c.; λίμνη Μαιῶτις, ἣν μητέρα… τοῦ Πόντου κ. made it known as... Dion. Byz.2:—Pass., καταπεφήμισται it is rumoured, Plb.16.12.3; of persons, become notorious or infamous, Vett. Val. 118.5.
II assign or dedicate to a god, τὰ τοῖς θεοῖς καταπεφημισμένα Plb.5.10.8; θρόνος Ἀλεξάνδρῳ -ισμένος Plu.Eum.13, cf. Jul. Or.4.156c.
French (Bailly abrégé)
1 répandre un bruit, publier;
2 attribuer nominativement ; dédier, consacrer.
Étymologie: κατά, φημίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φημίζω Dor. aor. act. 3 sing. κατεφάμιξεν verkondigen. wijden, toewijden:. σῶμα καταπεφημισμένον θεῷ een lichaam gewijd aan een god Plut. Nic. 3.4.
German (Pape)
1 ein Gerücht verbreiten; κατεφάμιξέ μιν καλεῖσθαι, sie verbreitete die Sage, daß er so heiße, Pind. Ol. 6.58; in späterer Prosa, Plut. Cic. 41; pass., καταπεφήμισται δὲ καὶ πεπίστευται, die Sage geht und wird geglaubt, Pol. 16.12.3.
2 für Jemanden nennen, bestimmen, weihen; θρόνον Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένον Plut. Eumen. 13; Pol. 5.10.8. Vgl. καταφατίζω.
Russian (Dvoretsky)
καταφημίζω: дор. καταφᾱμίζω
1 распространять, распускать слух Pind.: καταπεφήμισται Polyb. ходит слух;
2 предназначать, посвящать (τοῖς θεοῖς Polyb., Plut.; θρόνος Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένος Plut.);
3 бранить, укорять Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καταφημίζω: ἀόρ. -εφήμισα, Δωρ. -εφάμιξα· Παθ., πρκμ. -πεφήμισμαι·- διαδίδω φήμην, ἀγγέλλω, κατεφάμιξέ μιν καλεῖσθαι Πινδ. Ο. 6. 93· λίμνη Μαιῶτις, ἣν μητέρα… τοῦ Πόντου κ., διεφήμισαν ὡς…, Διον. Βυζ. παρὰ Valck. εἰς Ἡρόδ. 4. 86·- Παθ., καταπεφήμισται καὶ καταπεπίστευται, ἔχει διαφημισθῇ, Πολύβ. 16. 12, 3. ΙΙ. ἀπονέμω ἢ ἀφιερῶ εἰς θεόν τινα, οἱ τοῖς θεοῖς καταπεφημισμένοι Πολύβ. 5. 10, 8, πρβλ. Πλουτ. Εὐμέν. 13· «ἡμέραι κατωνομασμέναι θεοῖς, καθωσιωμέναι, καταπεφημισμέναι» Πολυδ. Α',36.
Greek Monolingual
καταφημίζω (Α)
1. διαδίδω φήμη
2. αναγγέλλω κάτι
3. διαφημίζω κάποιον, λέγω κάτι για κάποιον
4. (για πρόσ.) είμαι ονομαστός, διάσημος
5. καθοσιώνω, απονέμω ή αφιερώνω κάτι σε κάποιον θεό ή ήρωα («θρόνον Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
καταφημίζω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ -εφήμισα, Δωρ. -εφάμιξα· διαδίδω φήμη ολόγυρα, ανακοινώνω, σε Πίνδ.
Middle Liddell
fut. σω aor1 -εφήμισα doric -εφάμιξα
to spread a report abroad, announce, Pind.