κώρυκος

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώρῠκος Medium diacritics: κώρυκος Low diacritics: κώρυκος Capitals: ΚΩΡΥΚΟΣ
Transliteration A: kṓrykos Transliteration B: kōrykos Transliteration C: korykos Beta Code: kw/rukos

English (LSJ)

ὁ,
A corycus, leather sack for provisions or leather wallet for provisions, Od.5.267, 9.213, Ar.Lys.1210 (lyr.), Pherecr.78, Antiph.160.3.
2 in the gymnasium, leather sack hung up for punching, Sor.1.49, Antyll. ap. Orib. 6.33.1, Philostr.Gym.57, Luc.Lex.5; ζυγομαχῶν τῷ κωρύκῳ (with play on Κωρύκῳ) Com.Adesp.207; πρὸς κώρυκον γυμνάζεσθαι, prov. of labour in vain, Diogenian.7.54: metaph., of parasites, ἑαυτοὺς ἀντὶ κωρύκων λέπειν παρέχοντες ἀθληταῖσιν Timocl.29.
3 leather quiver, Hsch.
II scrotum, Hippiatr.73.
III = κόγχη (Maced.), Hegesand.36.

German (Pape)

[Seite 1547] ὁ, 1) ein lederner Sack, bes. Beutel zu Lebensmitteln, Brot u. Mehl bei Seefahrten; ἐν δὲ καὶ ἤϊα κωρύκῳ Od. 5, 267, vgl. 9, 213; vgl. Antiphan. bei Ath. IV, 161 a. Nach Hesych. auch ein lederner Köcher, wie γωρυτός. – 2) in den Gymnasien ein großer lederner Sack mit Feigenkörnern, κεγχραμίδες, Mehl od. Sand gefüllt, der von der Decke herabhing u. von den Athleten mit den Händen gefaßt u. hin u. her geschwungen wurde, sp. Medic.; vgl. Timocl. Ath. VI, 246 f. vgl. XV, 668 f; Luc. Lex. 5; dah. sprichwörtlich πρὸς κώρυκον γυμνάζεσθαι, nach Diogen. 7, 54 ἐπὶ τῶν διακενῆς μοχθούντων. – 3) macedonisch auch eine Muschelart, τραχεῖαι κόγχαι, Ath. III, 87 b.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 besace;
2 sac rond rempli de graines de figues, de grains de mil, etc. que les athlètes faisaient tournoyer dans les gymnases pour essayer leur force.
Étymologie: DELG mot pop., pê emprunté à la Cilicie ; cf. lat. corium, Κώρυκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κώρυκος -ου, ὁ zak, knapzak; boksbal.

Russian (Dvoretsky)

κώρῠκος:
1 кожаный мешок или кожаный сума Hom.;
2 кожаное чучело (для гимнастических упражнений) Arst., Luc.

English (Autenrieth)

leather knapsack or wallet. (Od.)

Greek Monolingual

ο (Α κώρυκος, -ύκου)
δερμάτινος σάκος γεμάτος με αλεύρι ή με άμμο, τον οποίο χτυπούν οι αθλητές όταν αθλούνται ή συναγωνίζονται
αρχ.
1. δερμάτινος σάκος
2. δερμάτινη φαρέτρα
3. κοχύλι
4. συν. στον πληθ. οἱ κώρυκοι
οι όρχεις
5. ως κύριο όν. Κώρυκος
ακρωτήριο της Ιωνίας και ομώνυμη πόλη, της οποίας οι κάτοικοι ήταν περιβόητοι πειρατές
6. παροιμ. «πρὸς κώρυκον γυμνάζεσθαι» — λεγόταν γι' αυτούς που μοχθούσαν μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας, αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., προερχόμενη από κάποιο ιδίωμα της Κιλικίας. Πιθανόν να συνδέεται με λατ. corium «δέρμα». Η λ. εμφανίζεται στα τοπωνύμια Κώρυκος, πόλη της Κιλικίας, Κωρύκιον (ενν. ἄντρον), Κωρυκία (ενν. πέτρα)].

Greek Monotonic

κώρῠκος: ὁ,
1. δερμάτινο πουγκί ή σακούλι για τρόφιμα, «ταγάρι», σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται στο γυμνάσιο, μεγάλος δερμάτινος σάκος γεμάτος με σύκα (κεγχραμίδες), αλεύρι ή άμμο, για να χτυπούν οι αθλητές, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

κώρῠκος: ὁ, ὡς τὸ θύλακος, δερμάτιον σάκκοςπήρα ζωοτροφιῶν, «ταγάρι», Ὀδ. Ε. 267., Ο. 213, Ἀριστοφ. Λυσ. 1212, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Ἀντιφάν. ἐν «Μνήμασι» 1. 3· ― κατὰ τὸν Ἡσύχ. ὡσαύτως, δερματίνη φαρέτρα, ὡς τὸ γωρυτός. 2) ἐν τοῖς γυμνασίοις, μέγας ἐκ δέρματος σάκκος πλήρης κεγχραμίδων (σπόρων σύκου), ἀλεύρου ἢ ἄμμου, ὃν οἱ ἀθληταὶ διὰ κτυπημάτων τῆς χειρὸς ἀνετίνασσον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, οὐχὶ ὅλως ἀνόμοιος πρὸς τὸ ἀγγλ. quintain, (καλούμενος pugilatorius ὑπὸ τοῦ Plaut. Rud. 3. 4, 16), Ἄντυλλ. ἐν Medici Gr. σ. 124 Matth., Λουκ. Λεξιφ. 5· ζυγομαχῶν τῷ κωρύκῳ (ἢ Κωρύκῳ), μαχόμενος πρὸς τὸν κώρυκον ἢ τὸν Κώρυκον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13, ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 117· πρὸς κώρυκον γυμνάζεσθαι, παροιμ. ἐπὶ ματαιοπονίας, Διογ. 7. 54· μεταφ. ἐπὶ παρασίτων, ἑαυτοὺς ἀντὶ κωρύκων δέρειν παρέχοντες ἀθληταῖσιν Τιμοκλ. ἐν «Πύκτῃ» 1· πρβλ. Gerhard Denkmäler, κτλ. (Berl, 1851) σ. 447. ― Αὐτὴ δὲ ἡ παιδιὰ ἐκαλεῖτο κωρυκομαχία, Ἱππ. 364. 16., 372. 39., 374. 3· ἢ κωρυκοβολία, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. ΙΙ. τὸ περικλεῖον τοὺς ὄρχεις θυλακοειδὲς δέρμα, τὸ ὄρχεον, Ἱππιατρ. ΙΙΙ. Ἐν Μακεδονίᾳ, εἶδος κογχυλίου ἢ κόγχης, Ἀθήν. 87Β.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: leather sack (Od.).
Derivatives: κωρυκίς (com., Thphr.), κωρυκιον, -ίδιον (Poll., Suid., H.) and κωρυκώδης sack-like (Thphr.). On the GN Κώρυκος, promontory in Cilicia, see under the names..
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The resemblance with Lat. corium etc. (Prellwitz, WP. 2, 574, Pok. 939) is certainly deceptive. Fur. 328 compares Hitt. kurk- retain. The word is no doubt Pre-Greek with the suffix -υκ-.

Middle Liddell

κώρῠκος, ὁ,
1. a leather sack or wallet for provisions, Od.
2. in the gymnasium, a large leather sack hung up, filled with fig-grains (κεγχραμίδεσ), flour, or sand, for the athletes to strike, Arist.

Frisk Etymology German

κώρυκος: {kṓrukos}
Grammar: m.
Meaning: Ledersack (seit Od.)
Composita: mit κωρυκίς (Kom., Thphr.), κωρύκιον, -ίδιον (Poll., Suid., H.) und κωρυκώδης sackähnlich (Thphr.).
Derivative: Daneben als ON Κώρυκος Vorgebirge in Kilikien (h. Ap. usw.) mit -αῖος; Κωρύκιον ἄντρον auf dem Parnassos, wozu Κωρύκιαι νύμφαι usw. (Hdt., Trag.).
Etymology: Der Anklang an lat. corium usw. (Prellwitz, WP. 2, 574, Pok. 939) ist gewiß trügerisch; eher (kilikisches?) Fremdwort mit (W.-)Hofmann s. corium nach Wharton, Huber usw., ebenso Bertoldi Zeitschr. f. rom. Phil. 68, 73ff.
Page 2,63-64

Translations

scrotum

Albanian: qese e herdheve; Arabic: صَفَن‎, كِيس اَلصَّفَن‎, كِيس‎; Egyptian Arabic: صفن‎; Aragonese: escroto; Armenian: ամորձապարկ, փոշտ, պլոր; Asturian: escrotu; Azerbaijani: xayalıq, xaya torbası; Bashkir: тоҡсай; Belarusian: машонка; Bengali: অন্ডকোষ, অণ্ডকোষ; Bulgarian: скротум; Catalan: escrot; Chinese Cantonese: 春袋, 陰囊, 阴囊; Mandarin: 陰囊, 阴囊; Min Nan: 陰囊, 阴囊, 𡳞脬, 𡳞胞, 胞囊; Czech: šourek; Danish: skrotum, pung, bollerne; Dutch: scrotum, balzak; Esperanto: skroto, testikujo; Estonian: munandikott, munn; Faroese: skólpur, pungur; Finnish: kivespussi; French: scrotum; Galician: escroto; German: Skrotum, Hodensack; Greek: όσχεο, όσχεον; Ancient Greek: θυλάκη, κώρυκος, λακκόπεδον, ὀρχίπεδον, ὀσχέα, ὄσχεον, ὄσχεος, ὄσχη, πηρίν, πηρίς; Gujarati: અંડકોશ; Hebrew: כיס האשכים‎, שַׂק הָאֲשָׁכִים‎; Hindi: अंडकोष; Hungarian: herezacskó; Icelandic: pungur; Ido: skroto; Indonesian: kantong pelir, skrotum; Irish: bosán, cadairne, cochall; Italian: scroto; Japanese: 陰嚢; Javanese: konthol; Kannada: ಅಂಡಾಶಯ; Kazakh: ұма; Khmer: ក្រសោមស្វាស, ប្លោក; Korean: 불, 음낭(陰囊); Kurdish Central Kurdish: گوندێن‎; Northern Kurdish: tûrikê gun; Latin: scrotum, culleus; Latvian: sēklinieku maisiņš; Lithuanian: kapšelis, sėklidžių kapšelis; Low German: Klötensack, Skrotum; Macedonian: скротум; Malay: kantung buah zakar, kerandut buah pelir, skrotum, kerandut buah zakar; Malayalam: വൃഷണസഞ്ചി; Manchu: ᡠᡥᠠᠯᠠ; Maori: pūkoro raho; Marathi: वृषण; Navajo: achoʼ, achoʼ bizis, achoʼayęęzhii bizis, ayęęzhii bizis; Norwegian Bokmål: pung, skrotum; Nynorsk: pung, skrotum; Persian: پوست بیضه‎, کیسه بیضه‎, کیسه خایه‎; Plautdietsch: Hoodensak; Polish: moszna, worek mosznowy; Portuguese: escroto; Romanian: scrot; Russian: мошонка; Saaroa: 'aricuru; Sami Inari: kuolâpursâ; Northern: buđˈđá, bálˈloseahkka; Skolt: kuõllsiâkk; Sanskrit: अण्डकोष; Serbo-Croatian: mòšnja, mȍšnice, mȍšnička; Sicilian: scrotu; Slovak: miešok, skrótum, gule, vajcia; Slovene: modnik, mošnja, skrotum; Sorbian Lower Sorbian: měch; Spanish: escroto; Sundanese: ᮊᮔ᮪ᮏᮥᮒ᮪; Swahili: korodani; Swedish: pung, scrotum, skrotum; Tagalog: balat-bayag, eskroto, kasuputan; Tamil: விதைப்பை; Telugu: వృషణం, అండకోశము, బీజావయవము; Thai: ถุงอัณฑะ; Tongan: laho; Turkish: skrotum; Ukrainian: мошонка, калитка; Urdu: صفن‎; Vietnamese: bìu dái; Volapük: skrot; Welsh: ceillgwd, sgrotwm, cwdyn, cwd; Westrobothnian: tjöll; Yucatec Maya: chiim; ǃXóõ: ǂqhàn-tê