πολυδαίδαλος

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδαίδᾰλος Medium diacritics: πολυδαίδαλος Low diacritics: πολυδαίδαλος Capitals: ΠΟΛΥΔΑΙΔΑΛΟΣ
Transliteration A: polydaídalos Transliteration B: polydaidalos Transliteration C: polydaidalos Beta Code: poludai/dalos

English (LSJ)

πολυδαίδαλον,
A highly, richly wrought, chiefly of metal work, θώρηξ, ἀσπίς, ὅρμος, Il.3.358, 11.32, Od.18.295, etc.; χρυσός 13.11; κλισμός Il.24.597; θάλαμος Od.6.15: of weaving, π. ἱστὸν ὑφαίνειν Hes.Op.64; κεράων π. ἔρνος Opp.C.2.194.
II Act., working with great art or skill, very skilful, Il.23.743, APl.4.80 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 661] mit vieler Kunst gearbeitet; bes. von künstlichen Metall- u. Holzarbeiten; θώρηξ, Il. 3, 358 u. öfter, wie ἀσπίς, 11, 32; χρυσός, Od. 13, 11; ὅρμος, 18, 295; κλισμός, Il. 24, 597; auch θάλαμος, Od. 6, 15; von kunstvoller Weberei, Hes. O. 64. – Aber auch die Σιδόνες heißen so, die mit vieler Kunst arbeiten, sehr kunstfertig sind. Il. 23, 743; von einem Mimen Agath. 41 (Plan. 80).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 travaillé avec beaucoup d'art;
2 qui travaille avec beaucoup d'art, très industrieux.
Étymologie: πολύς, δαίδαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυδαίδαλος -ον [πολύς, δαίδαλος] van zaken rijk bewerkt:. διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου dwars door het fraai bewerkte kuras Il. 7.252. van pers. vakkundig:. Σιδόνες πολυδαίδαλοι vakkundige Sidoniërs Il. 23.743.

Russian (Dvoretsky)

πολυδαίδᾰλος:
1 весьма искусно обработанный (χρυσός Hom.);
2 искусно сделанный (θώρηξ, ἀσπίς Hom.);
3 весьма искусный (Σιδόνες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυδαίδαλος: -ον, ὁ μετὰ πολλῆς τέχνης εἰργασμένος, πλουσίως πεποικιλμένος, διηνθισμένος, κυρίως ἐπὶ κατειργασμένου μετάλλου, θώρηξ, ἀσπίς, ὅρμος Ἰλ. Γ. 358, Λ. 32, Ὀδ. Σ. 295, κτλ.· χρυσὸς Ὀδ. Ν. 11· κλισμὸς Ἰλ. Ω. 597 θάλαμος Ὀδ. Ζ. 15 ἐπὶ κεντήματος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 64. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μετὰ τέχνης ἢ δεξιότητος ἐργαζόμενος, λίαν δεξιός, ἐπιτήδειος, ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν Ἰλ. Ψ. 743, Ἀνθ. Πλαν. 80.

English (Autenrieth)

highly or cunningly wrought, of works of art; of men, artistic, skilful, Il. 23.743.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυδαίδαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης («πολυδαίδαλη αίθουσα»)
2. μτφ. πολύπλοκος, περίπλοκος, αδιέξοδος («πολυδαίδαλη επιχειρηματολογία»)
μσν.
(για ηθοποιούς) πολύ ικανός, πολύ επιδέξιος
αρχ.
1. (για αντικείμενο) διακοσμημένος με μεγάλη τέχνη, περίτεχνοςπολυδαίδαλος ἀσπίς», Ομ. Ιλ.)
2. (για ύφασμα) πολυποίκιλτος, περίτεχνα κεντημένος («πολυδαίδαλον ἱστὸν ὑφαίνειν», Ησίοδ.)
3. (για τεχνίτη ή καλλιτέχνη) έμπειρος, δεξιοτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δαίδαλος «επιδέξιος, περίτεχνος», βλ. και λ. δαίδαλος.

Greek Monotonic

πολυδαίδᾰλος: -ον, I. εξαιρετικά δουλεμένος, πλούσια στολισμένος, λέγεται για μεταλλουργική εργασία, σε Όμηρ.· λέγεται για την κεντητική τέχνη, σε Ησίοδ.
II. Ενεργ., αυτός που εργάζεται με μεγάλη δεξιοτεχνία, πολύ επιτήδειος, εξαιρετικά επιδέξιος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πολυ-δαίδᾰλος, ον,
I. much wrought, richly dight, of metal work, Hom.; of embroidery, Hes.
II. act. working with much art, very skilful, Il.