σπάσμα

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάσμα Medium diacritics: σπάσμα Low diacritics: σπάσμα Capitals: ΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: spásma Transliteration B: spasma Transliteration C: spasma Beta Code: spa/sma

English (LSJ)

σπάσματος, τό,
A sprain or rupture of muscular fibre, Hp.Aph. 5.25, cf. Pl. Ti.87e, D.18.198, Thphr. HP 9.9.2, Gal.1.239.
2 spasm, convulsion, Arist.Pr.885a6.
II that which has been torn off, fragment, shred, Plu.Lys.12, Sull.21; τῆς φρονήσεως μόρια καὶ σπάσματα Id.2.99c.
2 σπάσμα ξίφους sword-blade, as drawn from the scabbard, Id.Oth.17.

German (Pape)

[Seite 917] τό, das Gezogene, die Zuckung, der Krampf, Plat. Tim. 87 e; auch vom Meere, App. B. C. 5, 89, ξίφους, der gezückte, bloße Degen, Plut. Otho 17; auch das abgerissene Stück, θωράκων σπάσματα, Sull. 21 Lys. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de tirer l'épée;
2 morceau arraché, lambeau.
Étymologie: σπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπάσμα σπάσματος, τό [σπάω] verrekking (van spieren en gewrichten). afgebroken of afgerukt stuk, brokstuk. blad, kling (het stuk van een zwaard dat verschijnt wanneer het wordt getrokken).

Russian (Dvoretsky)

σπάσμα: ατος τό
1 вытянутое, вытащенное, извлеченное: τὸ σ. ξίφους Plut. обнаженный меч, клинок меча;
2 спазм, судорога (Arst.; σ. ἔλαβε τὸ σκέλος Plut.);
3 тяжелое напряжение (sc. τοῦ σώματος Plat.);
4 кусок, обломок, осколок (θωράκων σπάσματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σπάσμα: τό, (σπάω) διάρρηξις μυϊκῆς ἰνός, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· σπασμός, σπασμωδικὴ κίνησις, τῶν ὑστερῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 4, 1, πρβλ. Προβλ. 5. 39. ΙΙ. τὸ ἀποσπασθὲν τεμάχιον, σπάραγμα, «λωρίδα», Πλουτ. Λύσ. 12, Σύλλ. 21· πρβλ. Wyttenb. 2. 99C. 2) σπ. ξίφους, ἡ κοπὶς τοῦ ξίφους ἀνειλκυσμένη ἀπὸ τῆς θήκης, Πλουτ. Ὄθων 17.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σπάω / σπώ]
σπασμωδική κίνηση, σύσπαση
νεοελλ.
σύσπαση, σπασμός
μσν.
το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.)
αρχ.
1. διάρρηξη μυϊκών ινών
2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου, σπάραγμα, θραύσμα
3. φρ. «σπάσμα ξίφους» — λεπίδα ξίφους που έχει αποσπαστεί από τη θήκη, σπαθί ξεθηκαρωμένο.

Greek Monotonic

σπάσμα: -ατος, τό (σπάω),
I. σπασμός, μυϊκός σπασμός, αιφνίδιο τίναγμα, τῶν ὑστερῶν, σε Αριστ.
II. τμήμα που έχει αποσχιστεί, απόσπασμα, θραύσμα, κομμάτι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σπάσμα, ατος, τό, σπάω
I. a spasm, convulsion, τῶν ὑστερῶν Arist.
II. a piece torn off, shred, Plut.

English (Woodhouse)

sprain, strain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)