τιθήνη
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
ἡ, (θῆσθαι)
A nurse, Il.6.389,467, 22.503; παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθήνας S. Ph.703 (lyr.); διόνυσος θείαις ἀμφιπολῶν τ. Id.OC680 (lyr.):—metaph., Etna is called χιόνος τιθήνα, Pi.P.1.20; space ἡ τῆς γενέσεως τ., Pl.Ti.52d, cf. 49a, 88d, Arist.Top.139b33; the dinner-table βίου τ., Timocl.13.2.
II = μήτηρ, Coluth.379.
German (Pape)
[Seite 1113] ἡ, eigtl. fem. von τιθηνός, Amme, Wärterinn, Pflegerinn eines Kindes; Il. 6, 389; πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης 417; παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθήνας, Soph. Phil. 696; Plat. Tim. 49 a 88 d; Pind. nennt den Aetna χιόνος τιθήνα, P. 1, 20. – Sp. D. brauchen es = μήτηρ, wie Coluth. 372.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nourrice, et en gén. femme qui donne des soins à un enfant (nurse).
Étymologie: τιθηνός.
Russian (Dvoretsky)
τῐθήνη: дор. τῐθήνα ἡ тж. перен. кормилица Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθήνη: ἡ, (√ ΘΑ, θάω, μετ’ ἀναδιπλασ. ὡς τὸ τιθηνός)· - τροφός, φέρει δ’ ἅμα παῖδα τιθήνη Ἰλ. Ζ. 389, 467, Χ. 503· παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθήνας Σοφ. Φιλ. 704· Διόνυσος θείαις ἀμφιπολῶν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 680· - μεταφορ., ἡ Αἴτνη καλεῖται χιόνος τιθήνα, Πινδ. Π. 1. 39· ἡ δὲ γῆ ἡ τῆς γενέσεως τ., Πλάτ. Τίμ. 52D, πρβλ. 88D, Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 3· ἡ τράπεζα τοῦ δείπνου, βίου τ., Τιμοκλ. ἐν «Ἡρ.» 2. ΙΙ. = μήτηρ, Κόλουθ. 372.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τιθήνα, ἡ, Α
1. τροφός μικρού παιδιού, παραμάννα, βυζάστρα
2. μητέρα
3. φρ. α) «χιόνος τιθήνα»
μτφ. το ηφαίστειο Αίτνα (Πίνδ.)
β) «ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη»
μτφ. η γη (Πλάτ., Αριστοτ.)
γ) «βίου τιθήνη»
μτφ. το τραπέζι του δείπνου (Τιμοκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τι-θή-νη έχει σχηματιστεί με εκφραστικό διπλασιασμό τι- (πρβλ. τιθασός) και επίθημα -νός, -νή (πρβλ. γαλαθηνός), από το θ. θη- του απαρμφ. θῆσθαι με σημ. «θηλάζειν» (πρβλ. θηλή, θῆλυς, βλ. λ. θήσαι). Η λ., ωστόσο, έλαβε γενικότερη σημ. και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη γυναίκα που ανατρέφει, που μεγαλώνει ένα παιδί και μετά τον απογαλακτισμό του (βλ. και λ. τίτθη)].
Greek Monotonic
τῐθήνη: ἡ (*θάω, με αναδιπλ.) τροφός, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Middle Liddell
τῐθήνη, ἡ, [*θάω, with redupl.]
a nurse, Il., Soph.
Frisk Etymology German
τιθήνη: {tithḗnē}
Forms: dor. (Pi.) -α
Grammar: f.
Meaning: Amme (Il., Pi., S. in lyr., auch Pl., Arist. usw.).
Derivative: Davon τιθηνέομαι, vereinzelt m. ἀνα-, ἐκ-, συνεκ-, selten -έω Amme sein, säugen, stillen, aufziehen, pflegen (h. Cer., Thgn., S. in lyr., auch Hp., X., LXX u.a.), -εύομαι (H.), mit -ησις, -ημα, -ητήρ, -ητήριος (Pl., E., Thphr., AP u.a.), -ίαι, -εῖαι f. pl. (LXX, Opp.), -ευτῆρες (coni. orac. Sibyll.; Fraenkel Nom. ag. 1, 135). Neugebildeter Aorist ἐτιθήνατο (Luk. Trag. 94; wie von *τιθαίνομαι). — Daraus τιθηνός m. Pflegevater (LXX, Nik., Plu. u.a.), auch Adj. pflegend, nährend (E., Lyk.); vgl. Lommel Femininbild. 13. — Kurzformen m. expressiver Gemination: τίτθη f. Amme (Ar., Pl., Thphr. u.a.), auch Mutterbrust (Arist. u.a.) mit τιτθεύω (ἐκ-) säugen, stillen (D., Arist. u.a.), -εία f. (D., Sor.); τιτθός m. Mutterbrust, auch von der Brust des Mannes (Hp., att.) mit -ίον, -ίδιον (Kom.), -ίζομαι (Aq.).
Etymology: Reduplikationsbildung der Kindersprache von θῆσθαι saugen. Zum ν-Suffix vgl. γαλαθηνός (s. γάλα). Nach Nehring Glotta 14, 177 f. wäre τίτθη die ursprüngliche Form und τιθήνη eine Ableitung davon.
Page 2,898-899
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ἡ (=ἡ τροφός). Ἀπό ρίζα θα- τοῦ θάω (=θηλάζω), (θῆλυς, θηλή, τιτθή). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιθηνῶ (=θηλάζω), τιθηνεία, τιθήνημα, τιθήνησις, τιθηνητήρ, τιθηνήτειρα, τιθηνητήριος.
Translations
wet nurse
Arabic: ظِئْر, دَايَة; Gulf Arabic: داية; Armenian: ծծմայր, ստնտու; Belarusian: кармі́целька; Bulgarian: кърмачка, дойка; Catalan: dida, dida seca, nodrissa; Chinese Mandarin: 乳母, 奶媽/奶妈; Czech: kojná; Danish: amme; Dutch: zoogmoeder, min; Esperanto: nutristino; English: wet-nurse, wet nurse, wetnurse; Estonian: amm; Faroese: bróstmóðir; Finnish: imettäjä; French: nourrice; Galician: ama, ama de leite; German: Säugamme, Amme; Greek: τροφός, παραμάνα; Ancient Greek: αἶα, ἀμμά, ἀμμία, ἀμμίη, βαΐα, βυζάστρια, γάλα, γαλοῦχος, γυνὴ τροφῖτις, θηλάστρια, θηλονή, θηλώ, θρέπτειρα, μαῖα, τηθή, τήθη, τιθήνα, τιθήνη, τιθηνός, τίτθη, τροφίμη, τροφῖτις, τροφός; Gurani: دایانە; Hebrew: מֵינֶקֶת; Hungarian: szoptatós, dajka; Icelandic: brjóstmóðir; Irish: banaltra chíche, bean oiliúna, bean altrama; Italian: balia; Japanese: 乳母; Khmer: មេដោះ; Korean: 유모(乳母); Kurdish Central Kurdish: دایان, دایەن; Northern Kurdish: dayan, dayîn; Latin: nutrix, altrix; Latvian: zīdītāja; Livonian: äm; Macedonian: доилка, дојница; Malay: ibu susuan; Middle English: norice; Mon: မိဂမဴတှ်, ၝဲဂမဴ; Norwegian Bokmål: amme; Old Church Slavonic Cyrillic: баба; Polish: mamka; Portuguese: ama-de-leite; Romanian: doică; Russian: кормилица, мамка; Sardinian Campidanese: dida; Logudorese: tatàya; Sassarese: tadàia; Scottish Gaelic: muime-chìche; Serbo-Croatian Cyrillic: до̀јӣља; Roman: dòjīlja; Sicilian: mammana, nurrizza; Slovak: kojná, dojka; Slovene: dojílja; Spanish: nodriza; Sranan Tongo: mena; Sundanese: ᮞᮥᮞ᮪ᮒᮨᮁ ᮘᮞᮩᮂ; Swedish: amma; Tagalog: sisiwa, mamay; Thai: แม่นม; Tibetan: ནུ་སྦྱིན་མ་ཚབ; Turkish: sütanne; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎐𐎖𐎚; Ukrainian: годувальниця, годівниця, мамка; Vietnamese: vú nuôi; Volapük: sügan, hisügan, jisügan, miligafat, miligamot; Yiddish: אַם, זייגערין