φληναφάω
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
English (LSJ)
chatter, babble, Ar.Eq.664, Nu.1475; τί ταῦτα ληρεῖς, φληναφῶν ἄνω κάτω; Alex.25.1, cf. Oenom. ap. Eus.PE5.24, Procl. in Ti.1.90D.:—Pass., Phld.Rh.1.246 S., Ir.p.69 W.
German (Pape)
[Seite 1291] schwatzen; Ar. Equ. 664 Nub. 1458; φληναφῶν ἄνω κάτω Alexis bei Ath. VIII, 338 e; – Döderlein leitet es von φλῆνος u. ἅπτεσθαι ab.
French (Bailly abrégé)
φληναφῶ :
bavarder à tort et à travers, radoter.
Étymologie: φλήναφος.
Russian (Dvoretsky)
φληνᾰφάω: болтать пустяки, молоть вздор Arph.
Greek (Liddell-Scott)
φληνᾰφάω: (ἴδε φλέω) φλυαρῶ, μωρολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 644, Νεφ. 1475· τί ταῦτα ληρεῖς, φληναφῶν ἄνω κάτω; Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 1, καὶ σύνηθες παρὰ τοῖς μεταγεν., ὡς παρ’ Οἰνομάῳ ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 217C· καὶ ὁ τύπος φληναφέω ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. συγγραφ.· καὶ τύπος τις φληδάω μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.: «φληδῶντα· ληροῦντα».
Greek Monotonic
φληνᾰφάω: φλυαρώ, ψελλίζω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φληνᾰφάω,
to chatter, babble, Ar. [from φλήνᾰφος]
Frisk Etymology German
φληναφάω: (Ar., Alex. u.a.),
{phlēnapháō}
Forms: auch φληναφάομαι (Phld.), φληναφῆσαι (Jo. Dam.)
Meaning: schwatzen mit φληναφήματα n. pl. Geschwätz (E.Ep.).
Derivative: Daneben (Rückbildung?) φλήναφος m. Geschwätz (Men., Phld., Luk. u.a.), auch Schwätzer (Men., Poll.) mit -ώδης geschwätzig (Hp. ap. Gal.), -ίαf. Geschwätz (Phld., Suid.).
Etymology: Expressiv-lautmalende Erweiterung der kürzeren Bildungen φληνύω schwatzen (Hp. ap. Gal.), φλανύσσει· φλυαρεῖ, ληρεῖ H., ἐκφλῆναι hervorsprudeln (E.Fr. 470); vgl. noch φληδῶντα· ληροῦντα H., φλῆφος (leg. φλῆνος od. φλήναφος?)· φλύαρος H., φλεδών; auch φλύω mit φλυαρέω. Der Ausgang wie in dem geläufigen ψηλαφάω; oder mit einer dissimilierten Reduplikation für *φληναφλάω? — Zu den Nomina auf -φος Chantraine Form. 263 f.
Page 2,1027
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=φλυαρῶ). Ἀπό τό φλήναφος τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
prattle
Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô