ἐγκαταπίπτω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
poet. aor. ἐνικάππεσον, fall or throw oneself upon, λέκτροισιν A.R.3.655; ὅρμῳ AP 9.82 (Antip. Thess.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [poét. aor. ἐνικάππεσεν A.R.3.655]
caer dentro o sobre λέκτροισιν A.R.l.c., τοῖς βόθροις Gr.Nyss.Pss.157.9, ἐπιρροαὶ ἐκ τῶν ἄνωθεν καταρρακτῶν τῷ ὑποκειμένῳ ἐγκαταπίπτουσαι Gr.Nyss.Res.284.15.
German (Pape)
[Seite 706] (s. πίπτω), hineinfallen; ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Antp. Th. 82 (IX, 82); in derselben Form Ap. Rh. 3, 655, λέκτροισιν, warf sich darauf nieder.
French (Bailly abrégé)
tomber dans ou sur.
Étymologie: ἐν, καταπίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταπίπτω: впадать, падать (ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπίπτω: ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, πίπτω ἐπάνω, ἢ ῥίπτω ἐμαυτόν ἐπάνω εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82.
Greek Monolingual
ἐγκαταπίπτω (AM)
πέφτω μέσα.
Greek Monotonic
ἐγκαταπίπτω: ποιητ. αόρ. βʹ ἐνικάππεσον, πέφτω πάνω, ρίχνω τον εαυτό μου πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ανθ.
Middle Liddell
poet. aor2 ἐνικάππεσον
to fall in or upon, c. dat., Anth.