ἐπαράσσω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
Att. ἐπαράττω, dash or clap to, τὴν θύραν Pl.Prt. 314d, cf. Plu.Art.29; τὸν πῆχυν τῷ αὐχένι ὥσπερ μοχλόν Hld.10.31; ναρθήκια κατὰ τῶν ἰσχνῶν μορίων ἐ. strike rods against the thin parts, Gal.10.998.
German (Pape)
[Seite 904] darauf-, zuwerfen, ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν τὴν θύραν ἐπήραξε Plat. Prot. 314 d; Plut. Artax. 29; – intr., darauf losstürmen, Synes.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπήραξα;
pousser violemment.
Étymologie: ἐπί, ἀράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰράσσω: атт. ἐπαράττω с силой ударять, захлопывать (τὴν θύραν Plat., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰράσσω: Ἀττ. -άττω, κτυπῶ, κρούω, τὴν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιπίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολὺς Συνέσ. 163Β.
English (Slater)
ἐπαράσσω dash, break τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς (v.l. ἀπάραξε, ἄραξε: sc.? Ἀνταῖον, i. e. against his own ribs) fr. 111. 4.
Greek Monolingual
ἐπαράσσω και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)
1. κρούω, χτυπώ («ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε», Πλάτ.)
2. επιπίπτω, ενσκήπτω ορμητικά («ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολύς, κῡμα ἐλαύνων», Συν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αράσσω «κτυπώ»].
Greek Monotonic
ἐπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κτυπώ, κρούω, θύραν, σε Πλάτ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
to dash to, θύραν Plat.