ἀνασείω
English (LSJ)
poet. ἀνασσείω, Ep. impf.
A ἀνασσείασκε h.Ap.403:— shake back, ἀνασείοντά τε κόμας E.Ba.240; swing to and fro, brandish, αἰγίδα Hes.Sc.344; ἀ. τὰς χεῖρας wave the hands, Th.4.38; ἀ. φοινικίδας Lys.6.51. 2 brandish at one, threaten with, εἰσαγγελίαν D.25.47; βοὴν Ar.Ach.347 (παρὰ προσδοκίαν). 3 shake out, ὑδρίαν IG2.104a36 (iv B. C.); πάντα κάλων shake out every reef, Ph. 1.327, al.; ἀ. τὰ ἱστία Philostr.VA6.12, cf. VS2.32; πάσας τὰς ἡνίας Poll.1.214; τὴν χλαμύδα Philostr.Im.1.6. II stir up, τὰ πλήθη Phld.Rh.2.290 S., cf. D.H.8.81, D.S.13.91, Ev.Marc.15.11, Ev.Luc. 23.5:—Pass., to be incited, encouraged, c. inf., PTeb.28.20 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 207] auf-, in die Höhe schütteln, schwingen, αἰγίδα Hes. Sc. 344; ἀνασσείασκε H. h. Apoll. 403; ἱστία, die Segel aufhissen, Philostr.; übertr., βοήν Ar. Ach. 328. Bei Alciphr. 3, 40 κόμην αὐχμηρὰν ἀνασείων von struppig aufgerichteten Haaren; vgl. Eur. Bacch. 240. 928; τὰς χεῖρας, die Arme emporheben, Thuc. 4, 38. – Durch Emporhalten und Schütteln drohen, φοινικίδας, von den Priestern, welche einen feierlichen Fluch aussprachen, Lys. 6, 51; εἰσαγγελίαν, mit einer Anklage drohen, Dem. 25, 47. Bei Sp. aufwiegeln, λαόν N. T.; πλῆθος D. Hal. 8, 81; D. Sic. 14, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασείω: ποιητ. ἀνασσείω: Ἰων. παρατ. ἀνασσείασκε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 403: (ἴδε σείω). Σείω πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀνασείοντά τε κόμας Εὐρ. Βάκχ. 240: - ἀνασείω τῇδε κἀκεῖσε, πάλλω, αἰγίδα Ἡσ. Ἀσπ. 344· ἀν. τὰς χεῖρας, κινῶ τὰς χεῖρας πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ κάτω ὡς σημεῖον, Θουκ. 4. 38· ἀν. φοινικίδα Λυσ. 107. 40, πρβλ. φοινικὶς 4· - τὸ ἀν. βοὴν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347, φαίνεται ὅτι εἶναι κωμικὴ φράσις ἀντὶ ἱστάναι βοήν, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ προηγηθέντα ἐκσέσεισται καὶ σειστός. 2) ἐπισείω, ἀπειλῶ, εἰσαγγελίαν Δημ. 784. 22, πρβλ. προσανασείω. 3) ἀνατινάσσω, πλέομεν ἀνασείσαντες πάντα κάλων, τ. ἔ. ἀφοῦ ἀνεπετάσαμεν πᾶν ἱστίον, Πολυδ. 1. 107· ἀν. τὰ ἱστία ὁ αὐτ. 103· πάσας τὰς ἡνίας αὐτόθι 214· τὴν χλαμύδα Φιλόστρ. 772. ΙΙ. ἀνακινῶ, ἀναταράττω, τὸ πλῆθος Διον. Ἁλ. 8. 81, Διόδ. 13. 91, Κ. Δ., ἴδε Wess. Διοδ. 1. 615.
French (Bailly abrégé)
I. (ἀνά, en haut);
1 agiter en haut : τὰς χεῖρας THC lever les mains et les agiter (pour faire signe) ; p. anal. βοήν AR pousser les hauts cris ; fig. εἰσαγγελίαν DÉM agiter devant qqn la menace d’un procès;
2 fig. soulever : τὸ πλῆθος DH la foule;
II. (ἀνά, en arrière) agiter en arrière : κόμας EUR secouer sa chevelure en arrière;
III. (ἀνά, à rebours) déployer (des voiles).
Étymologie: ἀνά, σείω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. ἀνασσείω Hes.Sc.344
• Morfología: [impf. ép. ἀνασσείασκε h.Ap.403]
I 1sacudir amenazadoramente, blandir, ἀνασσείασκε, τίνασσε δὲ νήϊα δοῦρα h.Ap.l.c., Ἀθήνη αἰγίδ' ἀνασσείσασα Hes.l.c., ἱερεῖς ... κατηράσαντο ... καὶ φοινικίδας ἀνέσεισαν, κατὰ τὸ νόμιμον τὸ παλαιόν los sacerdotes ... lanzaron maldiciones ... y sacudieron sus vestidos purpúreos según la antigua costumbre Lys.6.51, τοὺς θυρεούς I.BI 5.120
•fig. amenazar con εἰσαγγελίαν D.25.47, βοήν Ar.Ach.347
•abs. ser insolente Phot.p.121R.
2 en gener. sacudir, agitar τὰς χεῖρας para hacer una señal, Th.4.38, κόμας E.Ba.240, στρώματα X.Oec.10.11, ὑδρίαν IG 22.204.36 (IV a.C.), τὰς χεῖρας καὶ τὰ ἱμάτια, ὁπότε φθέγξαιτό τι D.C.61.20.3, τὴν χλαμύδα Philostr.Im.1.6, τὴν χεῖρα καὶ τὸν κόλπον τῆς χλαμύδος Philostr.VS 626.
3 soltar, aflojar πάντα κάλων Ph.1.327, τὰ ἱστία Philostr.VA 6.12, πάσας τὰς ἡνίας Poll.1.214.
II fig. alzar, revolucionar τὰ πλήθη Phld.Rh.2.290, τὸν ὄχλον Eu.Marc.15.11, τὸν λαόν Eu.Luc.23.5, cf. D.H.8.81, D.S.13.91
•incitar Canthar.7
•en v. med. animarse a c. inf. PTeb.28.20 (II a.C.).
English (Strong)
from ἀνά and σείω; figuratively, to excite: move, stir up.
English (Thayer)
1st aorist ἀνεσεισα; to shake up; tropically, to stir up, excite, rouse: τόν ὄχλον, τόν λαόν, Diodorus 13,91; 14,10; Dionysius Halicarnassus, Antiquities 8,81.)
Greek Monolingual
(Α ἀνασείω)
1. κινώ προς τα επάνω, ταράζω, τραντάζω
2. επισείω, απειλώ
3. διεγείρω, ερεθίζω
4. μεσ. αναπηδώ, δονούμαι
5. παθ. ταράζομαι, θορυβούμαι.
Greek Monotonic
ἀνασείω: ποιητ. ἀνασ-σείω· γʹ ενικ. Ιων. παρατ. ἀνασσείασκε· μέλ. -σείσω·
I. ανακινώ, σείω μπρος και πίσω, κουνώ πάνω-κάτω, σε Ησίοδ.· ιδίως ως σινιάλο, σε Θουκ.
II. ερεθίζω, προκαλώ, σε Καινή Διαθήκη