κρίκος
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, Homeric form of κίρκος,
A ring, on a horse's breastband, to fasten it to the peg (ἕστωρ) at the end of the carriage-pole, Il.24.272. 2 eyelet-hole in sails, through which the reefingropes were drawn, Hdt.2.36, cf. Poll.1.94, PLond.3.1164 (h) 8 (iii A. D.). 3 curtain-ring, Thphr.HP4.2.7, J.AJ3.6.2. 4 fingerring, Arist.Pol.1324b14; part of a finger-ring, Inscr.Délos461 Ba6, al. (ii B. C.). 5 nose-ring, S.E.P.3.203. 6 armlet, Plu.Dem. 30. 7 link in a chain, Id.2.304b, Alex.Aphr.Pr.2.67, Iamb. Comm.Math.7; ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφάσματα chain armour, Jul.Or.37d. 8 hoop, Antyll. ap. Orib.6.26.2. 9 ring of a spanner, Hero Bel.101.13; of a ring-bolt, Apollod Poliorc.166.15; of an armillary sphere, Procl.Hyp.6.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κρίκος: ῐ, ὁ, Ὁμηρ. τύπος τοῦ κίρκος, κρίκος τις («κρικέλλι») ἐπὶ τῆς ἐπιστηθίου σκευῆς τῶν ἵππων δι’ ἧς προσέδενον αὐτοὺς πρὸς ξύλινον πάσσαλον (ἕστορα) τοῦ ῥυμοῦ τῆς ἁμάξης, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον Ἰλ. Ω. 272. 2) μικραὶ ὀπαὶ ἐν τοῖς ἱστίοις δι’ ὧν τὰ σχοινία (οἱ κάλῳ) διήρχοντο καὶ ἐσύροντο. Ἡρόδ. 2. 36, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 2, Πολυδ. Αϳ, 94. 3) δακτύλιος, «δαχτυλίδι» τῆς χειρός, Θεόφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 2, 7· ἐν Καρχηδόνι οἱ ἄνδρες ἐφόρουν ἰσαρίθμους δακτυλίους ταῖς μάχαις ἐν αἷς ἐπολέμησαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 2, 10. 4) κόσμημα τῆς ῥινός, ἔρρινον δακτυλίδιον, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203· φυλακτήριον, Πλουτ. Δημοσθ. 30· κρίκος ἁλύσεως, ὁ αὐτ. 2. 304Β, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 67· ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφασμάτια, δηλ. ἁλυσιδωτὸς ὁπλισμός, Ἰουλιαν. 37D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 anneau fixé à la partie saillante du joug;
2 anneau ou œillet d’une voile (par où passent les cordages servant à la manœuvrer);
3 bracelet.
Étymologie: DELG cf. κυρτός.
Syn. 3) ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.
English (Autenrieth)
(κίρκος): yoke-ring, Il. 24.272†. (See adjoining cut, from the antique; still clearer are cuts Nos. 42, 45.)
Spanish
Greek Monolingual
ο (AM κρίκος)
κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικός
νεοελλ.
1. το μηχάνημα γρύλλος
2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό του δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση του πάχους του κορμού τους
3. στον πληθ. οι κρίκοι
όργανο γυμναστικής που αποτελείται από δύο δακτυλίους αναρτημένους από οροφή ή από ικρίωμα με σχοινιά
νεοελλ.-μσν.
μτφ. μέσο που συνδέει άρρηκτα δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα, συνεκτικός δεσμός, σύνδεσμος
αρχ.
1. μικρές οπές στα ιστία πλοίου από τις οποίες περνούσαν και σύρονταν τα σχοινιά
2. δακτύλιος για το κρέμασμα κουρτίνας, παραπετάσματος
3. δαχτυλίδι για το χέρι ή για τη μύτη
4. βραχιόλι
5. στεφάνη
6. αλυσιδωτός οπλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρίκος < krik-os < ki-rk-os, που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα -kr- της ΙΕ ρίζας (s)ker- «κάμπτω, λυγίζω», με ενεστωτικό διπλασιασμό (κι-) και αντιμετάθεση τών συμφώνων της ρίζας (kr- > rk: kirkos > kriko-s (πρβλ. τίτκω > τίκτω). Τον τ. κίρκος (βλ. κίρκος (ΙΙ) δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή circus «κύκλος, ιππόδρομος» — με τη σημ. αυτή η λ. απαντά στην ελλ. ως αντιδάνεια (βλ. κίρκος III και λ. τσίρκο). Τους λατ. τ. circus, circulus δανείστηκαν, τέλος, ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. cirque, cercle- αγγλ. circle, circuit).
ΠΑΡ. αρχ. κρίκα, κρικούμαι αρχ.-μσν. κρικίον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κρικηλασία, κρικοειδής αρχ. κρικοποιούμαι νεοελλ. κρικόδεσμος].
Greek Monotonic
κρίκος: [ῐ], ὁ, ομηρ. τύπος του κίρκος,
1. δαχτυλίδι στον ιμάντα του στήθους των αλόγων, για να δένεται στον πάσσαλο (ἕστωρ) στο τέλος του ρυμού του αμαξιού, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μικρές τρύπες στα πανιά, μέσω των οποίων διέρχονται και σύρονται τα σχοινιά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κρίκος: (ῐ) ὁ
1) кольцо: ἐπὶ κρίκον ἕστορι βάλλον Hom. (запрягая коней), они надели кольцо на (яремный) стержень; οἱ τῶν ἱστίων κρίκοι Her. парусные кольца (для укрепления парусов и снастей);
2) кольцо, перстень Arst., Sext.;
3) браслет Plut.