χνόη

Revision as of 18:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

English (LSJ)

Ion. χνοίη,

   A axle-box, nave, ἄξων ἐν χνοίῃσιν Parm.1.6; prob. in Emp.46; ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι A.Th.153 (lyr); ἔθραυσε δ' ἄξονος μέσας χνόας S.El.745, cf. 717; ἀντύγων χνόας E.Rh.118.    2 metaph., χνόαι ποδῶν the joints on which the feet play, as the wheels on the axle, A.Th.371.

German (Pape)

[Seite 1361] ἡ, ion. χνοίη, wie χοινίκη, χοινικίς, die eiserne Büchse des Rades, welche die Achse aufnimmt, auch die Achse selbst; Parmenid. bei S. Emp. adv. math. 7, 111; Soph. El. 745; ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Aesch. Spt. 138; Eur. Rhes. 118; – das Knarren, welches durch die Reibung der Achse an der Büchse entsteht, übh. Geräusch, χνόαι ποδῶν Aesch. Spt. 356. Vgl. χνόος, κνόη, κνόος.

Greek (Liddell-Scott)

χνόη: Ἰον. χνοίη, ὡς τὸ Ὁμηρ. πλήμνη, ἡ, ἡ χοινικὶς τοῦ τροχοῦ διὰ τῆς ὀπῆς τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ὁ ἄξων ἁμάξης Λατ. modiolus, ἄξων ἐν χνοίῃσιν Παρμεν. 8, Mullöch· ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Αἰσχύλ. Θήβ. 153· ἔθραυσε δ’ ἄξονος μέσας χνόας Σοφ. Ἠλ. 745, πρβλ. 717· ἀντύγων χνόας Εὐρ. Ρῆσ. 118· πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 2, χοινικὶς Ι. 2) μεταφ., χνόαι ποδῶν, αἱ ἀρθρώσεις περὶ ἂς στρέφονται οἱ πόδες, ὡς οἱ τροχοὶ περὶ τὸν ἄξονα, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «χνόας ποδῶν, τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν, ἢ παραβόλως τὸ συνεχὲς κίνημα τῶν ποδῶν».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 écrou de fer au centre du moyeu, où s’adapte l’essieu d’une voiture;
2 bout de l’essieu dans le moyeu.
Étymologie: cf. κνάω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. χνοίη, ἡ, Α
1. μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο της πλήμνης τροχού άμαξας, μέσα στο οποίο εισέρχεται και περιστρέφεται ο άξονας, αλλ. χοινίκη
2. φρ. «χνόαι ποδῶν» — οι αρθρώσεις τών ποδιών (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χνόη (< χνοFη) μπορεί να αναχθεί στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghnĕu- (< ρίζα ghen- «τρίβω, συνθλίβω, ροκανίζω», επεκταμένη με -F-) και να συνδεθεί με τ. άλλων ΙΕ γλωσσών που σημαίνουν «τρίβω» (πρβλ. αρχ. νορβ. gnūa, σουηδ. gnida, αρχ. άνω γερμ. gnītan), καθώς και με τα: ρωσ. gnus «παράσιτο, κακοήθης», πoλων. gnus «οκνηρός», αρχ. σλαβ. gniti «φθείρω». Από σημασιολογική άποψη, η αναγωγή της λ. στη ρίζα αυτή δικαιολογείται, λόγω του ότι η χνόη επιτρέπει στον άξονα της άμαξας να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και τριβή. Από την ίδια ρίζα με διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη έχουν επίσης προέλθει και οι τ. χναύω και χνίω].

Greek Monotonic

χνόη: Ιων. χνοίη, ἡ,
1. ομφαλός του τροχού μέσα στο οποίο γυρίζει ο άξονας, κέντρο τροχού, Λατ. modiolus, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. μεταφ., χνόαι ποδῶν, αρθρώσεις χάρη στις οποίες κινούνται τα πόδια, όπως οι τροχοί γύρω από τον άξονα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χνόη: ион. χνοίη ἡ
1) ступица или колесная втулка (ἀξόνων χνόαι Aesch., Soph.);
2) ось (ἀντύγων χνόαι Eur.);
3) сочленение: διώκων χνόας ποδοῖν Aesch. ускоряя шаги.

Middle Liddell

χνόη, ιονιξ χνοίη, ἡ,
1. the box of a wheel in which the axle turns, the nave, Lat. modiolus, Aesch., Soph.
2. metaph., χνόαι ποδῶν the joints on which the feet play, as the wheels on the axle, Aesch.

Frisk Etymology German

χνόη: {khnóē}
Forms: auch χνοίη (Parm., Emp. [coni.]; vgl. χλοίη neben χλόη)
Grammar: f.
Meaning: Radbüchse, Nabe (Trag.).
Derivative: Daneben χνόος, χνοῦς m. Flaum, Staub, Schaum (ζ 226, Hp., Ar., Arist., hell. u. sp.) mit χνοώδης flaumig (Hp., Thphr., Dsk., Gal. u.a.), -ϊος ib. (Anakreont.), -άω, auch m. ἐπι-, flaumig sein, den ersten Anflug von Bart, die ersten Milchhaare bekommen (hell. u. sp. Dicht.), auch -άζω (S. OT742, Kom. Va, Him.), -ίζω (Kreta IIp, Gal.) ib..
Etymology : Wenn man von einer Bed. schaben, kratzen, abnagen ausgehen darf, lassen sich das hochsprachige χνόος (< *χνόϝος) und das technische χνόη (< *χνόϝα) zur Not als Nomina actionis "das Schaben, Abkratzen" = Abgeschabtes, Abgekratztes, bzw. ‘das Schaben (der Achse), Schabstelle’ verstehen, wodurch man die volkssprachigen χναύω, χνίω damit verbinden kann. — Annehmbare Anknüpfungen bieten dann das Germ. und Slav. in awno. gnūa reiben, ags. gnēað (urg. *gnauða-) geizig (zur Bed. vgl. schwed. gnidig geizig zu gnida reiben), russ. gnus Geschmeiß, Ungeziefer (vgl. κόρις m. Lit.), poln. gnus Faulpelz, mit aksl. gnusьnъμιαρός’; für χνίω : ags. gnīdan, ahd. gnītan reiben (idg. dh-Erweiterung), wohl auch aksl. gnijǫ, gniti, russ. gnitь faulen (vgl. poln. gnus) u.a.m., s. WP. 1, 584f. (mit Persson Beitr. 2, 811 f.), Pok. 436f., Vasmer s.vv. m. weiterer Lit. — Vgl. auch die sinnverwandten κνίζω, κνύω, κνόος; zum Anlaut χν- : κν- : γν-, bes. mit Beziehung auf die entsprechende Lautgruppe im Altnord. de Vries IF 62, 142.
Page 2,1106-1107