πρωτοστάτης

Revision as of 10:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι) A one who stands first, esp. the first man on the right of a line, right-hand man, ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως Th.5.71; but also οἱ π. the front-rank men, X.Cyr.3.3.57, 6.3.24, Lac.11.5, etc.; either sense possible in Teles p.4 H. 2 = λοχαγός, Ael.Tact.5.1, Arr. Tact.5.6. 3 man in the uneven rows in a λόχος, opp. ἐπιστάτης, Ascl.Tact.2.3, etc. II metaph., chief or leader of a party, Act.Ap. 24.5; π. τοῦ χοροῦ τῶν μαθητῶν Porph.Chr.26.1; π. τοῦ θητικοῦ καὶ οἰκετικοῦ Men.Prot.p.8 D.

German (Pape)

[Seite 806] ὁ, der zuerst, voran od. in der ersten Reihe steht; bes. im Heere, die erste Schlachtordnung, das Vordertreffen bildend; Thuc. 5, 71; Xen. Cyr. 3, 3, 57. 6, 3, 24 Hell. 2, 4, 16 u. öfter; Pol. 18, 12, 5; vgl. Aen. Tact. 6.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ἱστάμενος εἰς τὴν πρώτην θέσιν πρὸς τὰ δεξιὰ τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς φάλαγγος, πρόμαχος, ὁ πρ. τοῦ δεξιοῦ κέρως Θουκ. 5. 71· ἀλλ’ ὡσαύτως, οἱ πρ., οἱ τῆς πρώτης γραμμῆς ἄνδρες, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57., 6. 3, 24, Λακ. 11, 5, κτλ.· - μεταφ., ὁ πρῶτος ἢ ἀρχηγός, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 5. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se tient en avant après le λοχαγός et l’ἐπιστάτης, chef de file ; οἱ πρωτοστάται soldats du premier rang.
Étymologie: πρῶτος, ἵστημι.

English (Strong)

from πρῶτος and ἵστημι; one standing first in the ranks, i.e. a captain (champion): ringleader.

English (Thayer)

πρωτοστατου, ὁ (πρῶτος and ἵστημι), properly, one who stands in the front rank, a front-rank Prayer of Manasseh, (Thucydides, Xenophon, Polybius, Diodorus, Dionysius Halicarnassus, others; ὥσπερ στρατηγός πρωτοστάτης, a leader, chief, champion: tropically, (A. V. a ringleader) τῆς αἱρέσεως, Acts 24

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης
νεοελλ.-μσν.
ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη θέση σε μια ιεραρχίαἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» — ο αρχάγγελος Γαβριήλ, Ακολ. Ακάθιστου Ύμνου)
αρχ.
1. καθένας από τους στρατιώτες που παρατάσσονταν στην πρώτη γραμμή της φάλαγγας και, ιδίως, αυτός που παρατασσόταν στην πρώτη θέση της δεξιάς πλευράς της φάλαγγας («ὁ πρωτοστάτης τοῦ δεξιοῡ κέρως», Θουκ.)
2. λοχαγός
3. ο πρώτος στην αρχή τών περιττών αριθμών στοίχων ενός λόγου σε αντιδιαστολή προς τον επιστάτη, ο οποίος καταλαμβάνει τον άρτιο αριθμό σε μια σειρά
4. ο επικεφαλής («πρωτοστάτης τῆς κώμης», επιγρ.)
5. μτφ. ο πρώτος, ο αρχηγός ενός τμήματος («πρωτοστάτην τε τῆς τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως», ΚΔ)
6. στον πληθ. οἱ πρωτοστάται
οι στρατιώτες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. ορθο-στάτης].

Greek Monotonic

πρωτοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (στῆναι),
I. αυτός που στέκεται στην πρώτη θέση, προς τα δεξιά της πρώτης γραμμής της φάλαγγας, πρόμαχος, σε Θουκ.· αλλά οἱ πρ., άνδρες πρώτης γραμμής, σε Ξεν.
II. μεταφ., ο πρώτος ή αρχηγός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πρωτοστάτης: ου (ᾰ) ὁ
1) воен. стоящий во главе, передовой (ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως Thuc.): οἱ πρωτοστάται Xen. солдаты первого ряда;
2) руководитель, вожак (τῆς τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοστάτης -ου, ὁ [πρῶτος, ἵσταμαι] de eerste man in de slaglinie:; οἱ π. soldaten in de voorste lijn Xen. Cyr. 3.3.57; ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως de eerste man op de rechterflank Thuc. 5.71.1; overdr. leider (van een partij). NT.

Middle Liddell

πρωτο-στᾰ́της, ου, ὁ, στῆναι
I. one who stands first, on the right, the right-hand man, Thuc.; but οἱ πρ. the front-rank men, Xen.
II. metaph. the leader of a party, NTest.

Chinese

原文音譯:prwtost£thj 普羅拖-士他帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:以前(最)-站(者)
字義溯源:首領,領導者,頭目;由(πρῶτος)=首要的)與(ἵστημι)*=站)組成,而 (πρῶτος)出自(πρό)*=前)。參讀 (πρῶτος)同源字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 一個頭目(1) 徒24:5