συναγείρω

Revision as of 10:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

aor. συνήγειρα, Ep. A ξυνάγειρα Il.20.21: Ep. 3pl. aor.1 Pass. συνάγερθεν Theoc.22.76:—gather together, assemble, ὧν ἕνεκα ξυνάγειρα (sc. τοὺς θεούς) Il. l.c., cf. Pl.Criti.121c; ἐκκλησίην Hdt.3.142, cf. 1.206; τὸν Ὀλυμπικὸν . . ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας . . ξυναγείρει Ar.Pl.584; also σ. ἀγῶνα Lys.33.1; σ. κύκλους Antiph. 190.9; esp., collect armies, soldiers, etc., Hdt.1.4, 4.4, Plb.2.18.7, etc.; σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα X.Cyr.8.6.19; τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ant.Lib.2:—Pass., gather together, come together, assemble, συναγειρόμενοι Il.24.802; but συναγρόμενοι, Ep. part. aor. 2 Pass., 11.687. 2 collect the means of living, βίοτον Od.4.90:—Med., collect for oneself, ὅσα [κτήματα] ξυναγείρατ' Ὀδυσσεύς 14.323, 19.293; for Il.15.680, v. συναείρω. 3 metaph., σ. ἐμαυτόν collect myself, Pl. Prt.328d:—Pass., of the soul, πανταχόθεν ἐκ τοῦ σώματος σ. Id.Phd. 67c; μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο Id.Chrm.156d, cf. Theoc.15.57:— Med., συναγείρατο θυμόν A.R.1.1233.

German (Pape)

[Seite 995] (s. ἀγείρω), sammeln, zusammenführen, -bringen; πολὺν βίοτον συναγείρων, Od. 4, 90; στόλον, Her. 1, 4; Thuc. 7, 31; ξυνήγειρε θεοὺς πάντας εἰς τὴν οἴκησιν, Plat. Critia. 121 c; u. übrtr., μόγις πως ἐμαυτὸν ὡςπερεὶ συναγείρας εἶπον, Prot. 328 d, wie auch wir sagen: nachdem ich mich gesammelt hatte; ἅπαντας τοὺς ἐξ Ἀσίας συναγείρας, Isocr. 4, 88; τοὺς συμμάχους, Pol. 2, 18, 7; med. für sich sammeln, κτήματ' ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ' Ὀδυσσεύς, Od. 14, 323. 19, 293; Menschen versammeln, Il. 20, 21; πίσυρας συναγείρεται ἵππους, 15, 680. – Med. sich versammeln, zusammenkommen, συναγειρόμενοι δαίνυντο, Il. 24, 802; οἱ δὲ συναγρόμενοι, die Versammelten, 11, 687; τοὺς Ἕλληνας ἀεὶ δι' ἔτους πέμπτου ξυναγείρει, Ar. Plut. 584; u. in Prosa, besonders übertr., καί μοι κατὰ σμικρὸν πάλινθρασύτης ξυνηγείρετο, Plat. Charm. 156 d, vgl. Phaed. 67 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγείρω: μέλλ. -αγερῶ· ἀόρ. συνήγειρα, Ἐπικ. ξυνάγειρα Ἰλ. Υ. 21· Ἐπικ. ἀόριστ. α΄ παθητ. συνάγερθεν (ἀντὶ -ησαν) Θεόκρ. 22. 76. Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, συναθροίζω, συγκαλῶ, ὧν ἕνεκα ξυνάγειρα (ἐξυπακ. τοὺς θεοὺς) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐκκλησίην Ἡρόδ. 3. 142, πρβλ. 1. 206· τὸν Ὀλυμπικόν... ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας… ξυναγείρει Ἀριστοφ. Πλ. 584, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121C· ὡσαύτως, σ. ἀγῶνα Λυσί. 911. 3· σ. κύκλους Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. 9· ― ἰδίως, συλλέγω στρατόν, συναθροίζω στρατιώτας, ἀγωνιστάς, κτλ., στόλον, στράτευμα Ἡρόδ. 1. 4., 4. 4, Πολύβ., κλπ.· σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 19· τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ἀντών. Λιβερ. 2. ― Παθ., συνέρχομαι, συναθροίζομαι, συναγειρόμενοι, οἱ συναθροιζόμενοι, Ἰλ. Ω. 802· ἀλλά, συναγρόμενοι, Ἐπικ. συγκεκομμ. μετοχὴ ἀορ. β΄ παθ., οἱ συναθροισθέντες, συνάθροισις, σύλλογος, Ἰλ. Λ. 687. 2) συλλέγω τὰ πρὸς ζωὴν χρήσιμα, βίοτον Ὀδ. Δ. 90· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συλλέγω δι’ ἐμαυτόν, καί μοι κτήματ’ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ’ Ὀδυσσεὺς Ξ. 323, Τ. 293· περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Ο. 680, ἴδε ἐν λέξ. συναείρω. 3) μεταφορ., μόγις πως ἐμαυτόν… συναγείρας, συνελθὼν εἰς ἐμαυτόν, Πλάτ. Πρωτ. 328D· ― οὕτως ἐν τῷ παθητ., ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, συνέρχομαι, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 67C, Χαρμ. 156D, Θεόκρ. 15. 57· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συναγείρατο θυμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1233.

French (Bailly abrégé)

ao. συνήγειρα;
rassembler, réunir, acc. ; particul. rassembler une armée, acc. ; Pass. se rassembler, se condenser, prendre de la force.
Étymologie: σύν, ἀγείρω.

English (Autenrieth)

aor. ξυνάγειρα, mid. pr. part. συναγειρόμενοι, aor. 1 ξυναγείρατο, aor. 2 part. συναγρόμενος: collect together, assemble; mid. aor. 1, for oneself, Od. 14.323; aor. 2, intrans., Il. 11.687.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.)
νεοελλ.
καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι
αρχ.
1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.)
2. φέρνω μαζί με κάποιον στον νου μου
3. μτφ. (για την ψυχή ή ψυχικές ιδιότητες) συγκεντρώνω («ἀνεθάρσησά τε καί μοι κατὰ σμικρὸν πάλινθρασύτης ξυνηγείρετο καὶ ἀνεζωπυρούμην», Πλάτ.)
4. μέσ. συναγείρομαι
α) συγκεντρώνω τα προς το ζην χρήσιμα
β) μαζεύω για τον εαυτό μου ως ιδιοκτησία μου
5. φρ. «συναγείρω ἐμαυτόν» — συγκεντρώνω τις σκέψεις μου (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγείρω «μαζεύω, συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

συνᾰγείρω: μέλ. -αγερῶ, αόρ. αʹ συνήγειρα, Επικ. ξυνάγειρα — Παθ., γʹ πληθ. αορ. συνάγερθεν (αντί -ησαν
1. συνάγω, συναθροίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ιδίως, στρατολογώ, συναθροίζω στρατιώτες, σε Ηρόδ. — Παθ., συνάγομαι, συνέρχομαι, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· συναγρόμενοι, Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν συναχθεί, σύνταξη, συνάθροιση, στο ίδ.
2. συλλέγω τα αναγκαία για βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., συλλέγω, μαζεύω για τον εαυτό μου, στο ίδ.
3. μεταφ., συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου, συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγείρω: (aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)
1) собирать, созывать (ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἓλληνας ἅπαντας Arph.): συναγειρόμενοι и συναγρόμενοι Hom. собравшиеся; σ. πολὺν βίοτον Hom. накапливать большие богатства; κτήματ᾽, ὅσα ξυναγείρατο Hom. имущество, которое он нажил; σ. ἑαυτόν Plat. собираться с силами, приходить в себя; ἡ θρασύτης ξυνηγείρετό μοι Plat. я воспрянул духом;
2) набирать, снаряжать (στόλον Her.; στρατόν Xen.);
3) устраивать, учреждать (τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αγείρω, Att. en soms ep. ξυναγείρω, Aeol. perf. med. 3 sing. συναγάγρεται Alc. 119.10. act. met acc. ( caus. ) maken dat... bijeenkomen, bijeenbrengen, verzamelen:; στρατιάν een leger Xen. Cyr. 8.6.19; ἐκκλησίην σ. πάντων τῶν ἀστῶν een vergadering bijeenroepen van alle burgers Hdt. 3.142.2; σ. ἀγῶνα mensen bijeenbrengen voor een wedstrijd, een wedstrijd organiseren Lys. 33.1; van materiële zaken, ook med. (‘ten eigen bate’); σ. βίοτον levensonderhoud verzamelen Od. 4.90; overdr.. ἐμαυτὸν ὡσπερεὶ συναγείρας nadat ik mezelf als het ware weer had verzameld (d.w.z. hernomen) Plat. Prot. 328d. pass. intrans. bijeenkomen, zich verzamelen; overdr.. μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο ‘mijn durf keerde weer terug’ (d.w.z. ik verzamelde weer moed) Plat. Chrm. 156d. zich hernemen, tot zichzelf komen. Theocr. Id. 15.57.

Middle Liddell

fut. -αγερῶ aor1 συνήγειρα epic ξυνάγειρα Pass., 3rd pl. aor1 συνάγερθεν
1. to gather together, assemble, Il., Hdt.:—esp. to collect an army, Hdt.:—Pass. to gather together, come together, assemble, Il.; συναγρόμενοι, epic syncop. aor2 pass. part., those assembled, an assembly, Il.
2. to collect the means of living, Od.; and in Mid. to collect for oneself, Od.
3. metaph., ς. ἑαυτόν to collect oneself, Plat.:—so in Pass., Plat.