βίβλος

Revision as of 15:59, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, v. βύβλος.

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, Bast der Papyrusstaude, s. βύβλος; daraus gemachtes Papier; Buch, Aesch. Suppl. 946; Her. 5, 58; Plat. Theaet. 162 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βίβλος: ἡ, ὁ ἐσώτερος φλοιὸς τοῦ παπύρου (βύβλοςκαθόλου, φλοιός, Πλάτ. Πολιτ. 228Ε. ΙΙ. βιβλίον τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα ἦσαν πεποιημένα ἐκ τούτου τοῦ φλοιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 947, Δημ. 313. 13, κτλ.· αἱ βίβλοι, τὰ ἐννέα βιβλία ἤτοι διαιρέσεις τῆς ἱστορίας τοῦ Ἡροδότου, Λουκ. Ἡροδ. 1· πρβλ. βύβλος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 écorce intérieure ou moelle du papyrus ; écorce en gén.
2 écrit, livre.
Étymologie: cf. βύβλος.

English (Abbott-Smith)

βίβλος, -ου, ἡ (variant form of βύβλος, the Egyptian papyrus, paper made from its fibrous coat), [in LXX for סֶפֶר, the form βύβ- being sometimes used;]
a book, a roll, used much less freq. than βιβλίον, and with a "connotation of sacredness and veneration" (MM, Exp., x), Mt 1:1 Mk 12:26, Lk 3:4 20:42 Ac 1:20 7:42 19:19; β. τ. ζωῆς, Phl 4:3, Re 3:5 20:15.†

English (Strong)

properly, the inner bark of the papyrus plant, i.e. (by implication) a sheet or scroll of writing: book.

English (Thayer)

βίβλου, ἡ (or ratherβύβλος (but the form βίβλος is more common when it denotes a writing), the plant called papyrus, Theophrastus, hist. plant. 4,8, 2 f; (Pliny, h. n. 13,11 f (21 f)); from its bark (rather, the cellular substance of its stem (for it was an endogenous plant)) paper was made (see Tristram, Nat. Hist. etc., p. 433 f; especially Dureau de la Malle in the Memoires de l'Acad. d. Inscriptions etc. tom. 19 part 1 (1851), pp. 140-183, and (in correction of current misapprehensions) Prof. E. Abbot in the Library Journal for Nov. 1878, p. 323f, where other references are also given)), a written book, a roll or scroll: τῆς ζωῆς, βιβλίον. (From Aeschylus down.)

Greek Monolingual

η (AM βίβλος, Α και βύβλος)
Βίβλος, η
τα βιβλία της Αγίας Γραφής, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης
νεοελλ.
συλλογή και έκδοση δημόσιων εγγράφων ή ορισμένων στοιχείων («λευκή βίβλος», «μαύρη βίβλος», «χρυσή βίβλος»)
αρχ.-μσν.
1. χειρόγραφο τεύχος
2. βιβλίο, σύγγραμμα
3. τμήμα συγγράμματος
αρχ.
1. το φυτό πάπυρος
2. ο φλοιός του φυτού
3. τα κομμάτια της εντεριώνης του φυτού που με κατάλληλη κατεργασία τα χρησιμοποιούσαν ως γραφική ύλη
4. κύλινδρος από πάπυρο
5. βίβλοι, αι και βύβλα, τα
α) τα έργα κάποιου συγγραφέα
β) μαγικά βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι το αρχικό βύβλος (το βίβλος μτγν. τ. κατ' επίδραση του βιβλίον), προήλθε από το όνομα της φοινικικής πόλεως Βύβλος (δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, πρβλ. φοινικ. Gbl, ακκαδ. Gublu, εβρ. G∂bāl), απ' όπου εισάχθηκε στην Ελλάδα ο κατεργασμένος πάπυρος. Λόγω των φωνητικών και σημασιολογικών δυσχερειών που παρουσιάζει η ερμηνεία αυτή, έχει διατυπωθεί η υπόθεση υπάρξεως μιας δάνειας, άγνωστης προελεύσεως λ. βύβλος (με αρχική σημασία «το φυτό πάπυρος»), απ' όπου προήλθε η ελλ. ονομασία της φοινικικής πόλεως Βύβλος με παρετυμολογικό συσχετισμό προς το προσηγορικό ουσ.].

Greek Monotonic

βίβλος: ἡ,
I. εσωτερικός φλοιός του παπύρου (βύβλος)· γενικά, φλοιός, φλούδα, σε Πλάτ.
II. βιβλίο του οποίου τα φύλλα ήταν φτιαγμένα απ' αυτόν το φλοιό, σε Δημ. (πιθ. ξένη λέξη).

Russian (Dvoretsky)

βίβλος:
1) кора, преимущ. папируса Plat.;
2) книга, сочинение Eur., Arst., Dem.;
3) книга, раздел, глава, Polyb., Diod., Luc.

Frisk Etymological English

See also: s. βύβλος.

Middle Liddell

[Prob. a foreign word.]
I. the inner bark of the papyrus (βύβλος): generally, bark, Plat.
II. a book, of which the leaves were made of this bark, Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βίβλος -ου, ἡ zie βύβλος.

Frisk Etymology German

βίβλος: {bíblos}
Forms: älter (s. unten) βύβλος
Grammar: f.
Meaning: N. der ägyptischen Papyrusstaude, Cyperus Papyrus, ‘Papyrusbast, -rolle, Papier’ (Hdt., A. usw.).
Derivative: Davon βύβλινος (seit Od.), βίβλινος (Pap.) aus Papyrus gemacht; βυβλιά (Akz. nach Wackernagel-Debrunner Phil. 95, 191f.) Papyrusbeet (Tab. Heracl.; unsicher, s. Scheller Oxytonierung 47). — Ferner βυβλίον, durch Assimilation βιβλίον (woraus βίβλος; anders Kretschmer KZ 57, 253 A.) ‘Papier(blatt), Buch’ (ion. att.; zur Bildung Chantraine Formation 59); davon βιβλιακός zum Buch gehörig, gelehrt (Plb. usw.). Deminutivbildungen: βιβλί̄διον (βυ-) Büchlein, libellus (D. usw.; aus βιβλιίδιον? Schulze Q. 353; anders Chantraine 69); auch βιβλ(ι)άριον (βυ-), βιβλ(ι)αρίδιον, βιβλιδάριον. — Durch Rückbildung steht -βιβλος (zu βιβλίον) für *-βιβλιος im Hinterglied, s. Debrunner IF 60, 42f.
Etymology : Der Papyrusbast (und danach die Papyrusstaude) wurde nach der phönikischen Hafenstadt Byblos (Gubla, Gebal) benannt, von wo aus der Bast nach Verarbeitung zu den Griechen exportiert wurde. Lewy Fremdw. 172; außerdem Schwyzer 141 m. A. 4, 153. — Anders Alessio Studi etr. 18, 122.
Page 1,235

Chinese

原文音譯:b⋯bloj 比不羅士
詞類次數:名詞(13)
原文字根:書卷
字義溯源:書卷*,皮紙,書,冊,譜,篇,宗教性著作;這字是埃及借用語,原意為製紙植物之樹皮內層,以後就成為書寫的紙,登記的書冊;新約的末一卷書啓示錄用這宇來說到生命‘冊’( 啓3:5; 20:15; 22:19)
同源字:1) (βιβλαρίδιον / βιβλιδάριον)小冊子 2) (βιβλίον)卷,書 3) (βίβλος)書卷
出現次數:總共(13);太(1);可(1);路(2);徒(3);腓(1);啓(5)
譯字彙編
1) 書(7) 可12:26; 路3:4; 徒1:20; 徒7:42; 徒19:19; 啓22:19; 啓22:19;
2) 冊(4) 腓4:3; 啓3:5; 啓13:8; 啓20:15;
3) 篇(1) 路20:42;
4) 譜(1) 太1:1