ἄπλετος

Revision as of 12:25, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

English (LSJ)

ον, boundless, immense, ἠέρος ὕψος Emp.17.18; αὐγή Id.135; δόξα Pi.I.4(3).11; βάρος S.Tr.982; also found in Prose, χρυσὸς ἄ. Hdt.1.14,50,al.; ἅλες, ὕδωρ, 4.53, 8.12; οἰμωγή 6.58; μάχη Pl.Sph. 246c; ἄ. καὶ ἀμήχανον [χρόνου πλῆθος] Id.Lg.676b; ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις ib.683a; χιών X.An.4.4.11; πλῆθος Arist.GA755b26; ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ μέγεθος Id.Mete.355b23; ῥαφανίδες ἄ. τὸ πάχος Id.Pr. 924a27; θόρυβος Plb.1.50.3, al.; φύσις Plot.5.5.6; δύναμις 4.8.6.

German (Pape)

[Seite 292] meist p. Nebenform von ἄπλατος (denn die Abltg von πίμπλημι ist falsch), unnahbar, schrecklich, ungeheuer; δόξα Pind. I. 3, 29; βάρος Soph. Trach. 982; Her. χρόνος 1, 14. 50. 3, 106. 9, 109; ἅλες 4, 53; οἰμωγή 4, 58. 8, 99; Plat. μάχη Soph. 246 c; ἄπλετόν τι καὶ ἀμήχανον Legg. III, 676 c (nach den mss., vulg. ἄπειρον); ἐν χρόνου τινὸς μήκεσιν ἀπλέτοις 683 a; unermeßlich, χιών Xen. An. 4, 4, 11; Luc. Dea Syr. 5; χρόνος ep. 29 (X, 28); ὕδωρ Nicarch. 12 (XI, 71).

Greek (Liddell-Scott)

ἄπλετος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν μέγας, ἄπειρος, ἀμέτρητος, ὕψος Ἐμπεδ. 439· δόξα Πινδ. Ι. 4. 17 (3. 28)· βάρος Σοφ. Τρ. 982· ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, χρυσὸς ἄπλ. Ἡρόδ. 1. 14, 50, κ. ἄλλ. ἄλες ὕδωρ, 4. 53., 8. 12· οἰμωγὴ 6. 58· μάχη Πλάτ. Σοφ. 246C· ἄπλ. καὶ ἀμήχανον ὁ αὐτ. Νόμ. 676Β· ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις αὐτόθι 683Α· χιὼν Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· πλῆθος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 5· ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ πλῆθος αὐτ. Μετεωρ. 2. 2, 17, ῥαφανῖδες ἄπλ. τὸ πάχος ὁ αὐτ. Πρβλ. 20. 13· θόρυβος Πολύβ. 1. 50, 3, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ √ ΠΛΕ, πίμπλημι, πλέως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infini, immense.
Étymologie: , πίμπλημι.

English (Slater)

ἄπλετος, -ον boundless ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.11) ]απλετω[ P. Oxy 2442. fr. 103.

Spanish (DGE)

ἀπροσπέλαστος Hsch., quizá por confusión c. ἄπλητος q.u.
-ον
• Alolema(s): hiperdor. ἄπλᾱτος Posidipp.11.6P., Com.Adesp.620, Epicur.Fr.[26] 44.26, Phld.Rh.p.3Aur., Porph.Abst.1.55; ἄπλητος Q.S.8.222
1 de abstr. enorme, inmenso, inabarcable ἠέρος ὕψος Emp.B 17.18, αὐγή Emp.B 135, δόξα Pi.I.3.29, βάρος S.Tr.982, οἰμωγή Hdt.6.58, μάχη Pl.Sph.246c, πλῆθος Arist.GA 755b26, στάδια Posidipp.l.c., ἄπλετον ... τοῦ σίτου τὸ πλῆθος Plb.3.100.8, θόρυβος Plb.1.50.3, διαφοραί Phld.l.c., ταραχή Porph.l.c., φύσις Plot.5.5.6, δύναμις Plot.4.8.6, κυψέλη Com.Adesp.l.c., αἰθήρ Q.S.l.c., ἀλκή Nonn.D.32.229, φιλανθρωπία Thdt.M.83.589A
de concr. en plu. c. ac. int. enorme ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ μέγεθος Arist.Mete.355b23, ῥαφανίδες ... ἄπλετοι τὸ πάχος Arist.Pr.924a27, cf. ἰχθύες ... ἄμμιγα παύροις ἄπλετοι peces inmensos mezclados con pequeños A.R.1.574.
2 de cosas que se pueden medir o contar abundante, en gran cantidad χρυσός Hdt.1.14, 50, ἅλες Hdt.4.53, ὕδωρ Hdt.8.12, σῖτα Carm.Conu.34a.2 (ap. crít.), γάλα Diog.Oen.37.1.12, δάκρυα D.C.41.9.5, ὄρνεις Orac.Sib.2.208, δῶρα Q.S.9.510
neutr. como adv. con mucho, muy Epicur.l.c., μυῖαι ... ἄ. μεμάασιν las moscas se muestran muy impacientes A.R.4.1455, ἀπλάτῳ ... μάλλον mucho más Phld.Oec.41.
3 ref. al tiempo inmensamente largo, larguísimo ἀ. καὶ ἀμήχανον (χρόνου πλῆθος) Pl.Lg.676b, ἐν χρόνου ... μήκεσιν ἀπλέτοις Pl.Lg.683a, cf. Archestr.59.9.
• Etimología: De ἀ- protética y *pleHto-, cf. lat. plēbes, ai. aprāt, gr. πλήθω, etc., de *pleH c. tratamiento fonético que busca la distintividad con ἄπλητος, q.u.; pero hay confusiones tardías.

Greek Monolingual

-η, -ον (AM ἄπλετος, -ον)
νεοελλ.
(για φως) λαμπρός, άφθονος
αρχ.
1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος
2. σπουδαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. άπλετος < α- στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β' συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ. χρησιμοποιείται ευρέως στην ποίηση και την πεζογραφία για να χαρακτηρίσει το ύψος, τον αέρα, τον χρόνο και τον χρυσό με βασική σημ. «άπειρος, απέραντος»].

Greek Monotonic

ἄπλετος: -ον, απεριόριστος, άπειρος, απέραντος, αναρίθμητος, σε Ηρόδ., Αττ. (πιθ. από √ΠΛΕ, πίμπλημι, άπειρος, απροσμέτρητος).

Russian (Dvoretsky)

ἄπλετος:
1) безмерный, огромный (ὕψος Emped.; δόξα Pind.; ἅλες Her.; μάχη Plut.; βάρος Soph.; ἐτῶν περίοδοι Plut.): ἄ. τὸ πάχος Arst. громадной толщины;
2) бесчисленный, несметный (πλῆθος Arst.; σκάφη Plut.);
3) сильнейший, обильный (χιών Xen.).

Middle Liddell

[prob. from !πλε, πίμπλημι
boundless, immense, Hdt., attic