κράς

Revision as of 22:32, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

poet. form of κάρα, nom. only Simm.4; gen. A κρᾱτός Il.5.7, al., Trag. (v. infr.); dat. κρᾱτί Od.9.490, S.OC313, Ar.Ra.329, κράτεσφι Il.10.156; acc. κρᾶτα Od.8.92, Trag. (v. infr.): pl., gen. κράτων Od. 22.309; dat. κρᾱσίν Il.10.152; acc. κρᾶτας E.Ph.1149, HF526: gender rarely determinate, κρατός fem. E.El.140 (lyr.), cf. Sch.E.Hec. 432, Ph.1159; κρᾶτα, τό, is nom. in S.Ph.1457 (anap.), acc. ib.1001, OT263, cf. Tr.1016 (lyr.); but acc. κρᾶτα, τόν, Ion Trag.61: pl. κρᾶτα, τά, Pi.Fr.8, perhaps S.OC473:—Hom. also has gen. and dat. κράατος, κράατι, pl. nom. κράατα [all -uu], but no nom. κρᾶας is found:— head, ἐκ κράατος ἀθανάτοιο Il.14.177; σῷ δ' αὐτοῦ κράατι τείσεις Od. 22.218, etc.; ὑπὸ κράτεσφι under his head, Il.10.156: metaph., top, peak, κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο Il.20.5; ἐπὶ κρατὸς λιμένος at the head or far end of the bay, Od.9.140, 13.102. II Adv. κρῆθεν, used by Hom. in the phrase κατὰ κρῆθεν down from the head, from the top, δένδρεα… κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν from their tops, Od.11.588, cf. h.Cer. 182, Hes. Th.574: hence, from head to foot, entirely, Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Il.16.548 (perhaps for κατ' ἄκρηθεν = κατ' ἄκρης, v. ἄκρα); also ἀπὸ κρῆθεν Hes.Sc.7.

French (Bailly abrégé)

κρατός (ὁ) :
dat. κρατί, acc. κρᾶτα ; pl. gén. κράτων, dat. κρασίν ou κράτεσφι, acc. κρᾶτας;
I. tête au pl. p. le sg. : ὑπὸ κράτεσφι IL sous sa tête;
II. p. anal.
1 sommet de montagne;
2 bord, extrémité.
Étymologie: cf. κάρ¹, κάρα¹.

Greek (Liddell-Scott)

κράς: τοῦ ποιητ. τούτου τύπου τοῦ κάρα ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ., Α. Β. 1182, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 385· ― γεν. κρᾱτὸς Ὅμηρ., Τραγ., δοτ. κρᾱτὶ Ὀδ. Ι. 490, Τραγ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 329· αἰτιατ. κρᾶτα Ὀδ. Θ. 92, Τραγ.· πληθ., γεν. κράτων Ὀδ. Χ. 309· δοτ. κρᾱσίν, κράτεσφι Ἰλ. Κ, 152, 156· αἰτιατ. κρᾶτας Εὐρ. Φοίν. 1149, Ἡρ. Μαιν. 526· ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις τὸ γένος μένει ἀόριστον, ἀλλ’ ἐν τῇ γεν. κρατὸς εἶναι θηλ. ἐν Εὐρ. Ἠλ. 140, ὡς ὁρίζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἑκ. 432, Φοιν. 1159· ὁ Σοφ. ἔχει κρᾶτα, τό, ὡς ὀνομ. (Φιλ. 1457) καὶ αἰτιατ. (αὐτόθι 1001, Ο. Τ. 263, πρβλ. Τρ. 1015), καὶ Ἴων παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Φοιν. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸν κρᾶτα· ὡσαύτως πληθ. κρᾶτα, τά, Πινδ. Ἀποσπ. 3, καὶ ἴσως Σοφ. Ο. Κ. 473. Παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως ἔχομεν ἐκτεταμένην γεν. καὶ δοτ. κράατος, κράατι, πληθ. ὀνομ. κράατα ἅπαντα, -υυ, ἀλλ’ οὐδαμοῦ εὕρηται ὀνομαστικὴ κρᾶας. Ἡ κεφαλή, ἐκ κράατος ἀθανάτοιο Ἰλ. Ξ. 177· σῷ δ’ αὐτοῦ κράατι τίσεις Ὀδ. Χ. 218, κτλ.· ― μεταφορ., κορυφή, κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο Ἰλ. Υ 5· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, κατὰ τὴν κορυφὴν ἢ τὸ ἔσχατον ἄκρον τοῦ λιμένος, Ὀδ. Ι. 140, Ν. 102· πληθ. ἀντὶ ἑνικ., ὑπὸ κράτεσφι, ὑπὸ τὴν κεφαλήν του, Ἰλ. Κ. 156. ΙΙ. ὡσαύτως ἀρχαία τις γενικ. κρῆθεν εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει κατὰ κρῆθεν (ὅπερ ἐν ἀρχαίαις ἐκδόσεσι φέρεται κατακρῆθεν), ἐκ τῆς κεφαλῆς, ἐκ τῆς κορυφῆς κάτω, δένδρεα. κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν, ἐκ τῶν κορυφῶν αὐτῶν, Ὀδ. Λ. 588, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 182, Ἡσ. Θ. 574· ἐντεῦθεν ὡς τὸ penitus, ἀπὸ κορυφῆς μέχρι ποδῶν, ἐντελῶς, Τρῶας δὲ κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Ἰλ. Π. 548 (ὅπερ χωρίον ἐκίνησε πολλοὺς νὰ πιστεύσωσιν ὅτι τὸ κατακρῆθεν ἦτο κυρίως κατ’ ἄκρηθεν = κατ’ ἄκρης, ἴδε ἐν λέξ. ἄκρα)· πλὴν τούτου ὑπάρχει παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 7, ἀπὸ κρῆθεν.

English (Slater)

κράς (cf. κάρα.) head κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρᾶτί κατέχευας (P. 1.8) εὐπαρᾴου κρᾶτα συλάσαις Μεδοίσας υἱὸς Δανάας (P. 12.16) τρία κρᾶτα fr. 8.

Greek Monolingual

(I)
κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α)
(ποιητ. τ. του κάρα)
1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.)
2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ' Οὐλύμποιο» — από την κορυφή του Ολύμπου, Ομ. Ιλ.)
3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. λ. κάρα (Ι)].
(II)
κρᾱς, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κρέας.

Greek Monotonic

κράς: ποιητ. τύπος του κάρα, που βρίσκεται στη γεν. τῆς κρᾱτός, δοτ. κρᾱτί, αιτ. κρᾱτα· πληθ., γεν. κράτων, δοτ. κρᾱσίν, Επικ. κράτεσφι, αιτ. κρᾱτας· επίσης κρᾱτα, τό, ως ονομ. και αιτ., σε Σοφ. Στον Όμηρ. έχουμε επίσης μια επιτετ. γεν. και δοτ. κράᾰτος, κράᾰτι, πληθ. ονομ. κράᾰτα·
I. κεφάλι, σε Όμηρ., Τραγ.· ἐπὶ κρατὸς λιμένος, στην κορυφή ή στο τελευταίο άκρο του λιμανιού, σε Ομήρ. Οδ.
II. Η αρχ. γεν. κρῆθεν χρησιμ. στη φράση κατὰ κρῆθεν, κάτω από το κεφάλι, από την κορυφή, στο ίδ., Ησίοδ.· απ' όπου, όπως το penitus, από το κεφάλι στα πόδια (από την κορφή ως τα νύχια), ολωσδιόλου, εξολοκλήρου, Τρῶας κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κράς: τό (только gen. κρᾱτός и κράᾰτος, dat. κρᾱτί и κράᾰτι, acc. κρᾶτα; pl.: gen. κράτων с ᾱ, dat. κρᾱσίν - эп. κράτεσφι с ᾱ, acc. κρᾶτας)
1) n и f голова (ἀπὸ κρατὸς κυνέην θεῖναι Hom.; ἀποκοπὰ κρατός Aesch.; ἐς τὸ κείνου κρᾶτα ἐνήλατο ἡ τύχη Soph.; τέκνα ὁρῶ κρᾶτας ἐξεστεμμένα Eur.);
2) вершина (Οὐλύμποιο Hom.);
3) внутренний угол, т. е. глубина (ἐπὶ κρατὸς λιμένος Hom.). - см. тж. κρᾶτα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράς κρατός, ὁ, ἡ en τό [~ κάρα] poët.; gen. sing. κρατός, ep. ook κράατος, dat. κρατί, ep. ook κράατι, acc. κρᾶτα; gen. plur. κράτων, dat. κρασίν, ep. ook κράτεσφι, acc. κρᾶτας; ep. n. κράατα; steeds κρᾱ -; voor andere vormen zie κάρα, κάρη, κρᾶτα, κάρηαρ, κάρηνον hoofd:. κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο vanaf zijn onsterfelijke hoofd Il. 1.530. top (van een berg):; κρατὸς ἀπ’ Οὐλύμποιο vanaf de top van de Olympus Il. 20.5; hoofd, uiteinde (van een haven):. ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ bij het havenhoofd stroomt helder water Od. 9.140.

Middle Liddell

κρᾶτα, as nom. and acc., Soph.] [In Hom. also we have a lengthd. gen. and dat., κράᾰτος, κράᾰτι, pl. nom. κράᾰτα]
I. the head, Hom., Trag.; ἐπὶ κρατὸς λιμένος at the head or far end of the bay, Od.
II. an old gen. κρῆθεν is used in the phrase κατὰ κρῆθεν, down from the head, from the top, Od., Hes.: hence, like penitus, from head to foot, entirely, Τρῶας κατὰ κρῆθεν λάβε πένθος Il.