cruel
English > Greek (Woodhouse)
adjective
of persons: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, Ar. and P. χαλεπός, V. ὠμόφρων, δυσάλγητος.
merciless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος.
of things: P. and V. δεινός, ὠμός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, Ar. and P. χαλεπός.
Spanish > Greek
ἀγνώμων, ἄγριος, ἀζαλέος, ἀθηρής, αἰνόφρων, ἀλίμενος, ἀλλόκοτος, ἀμαθής, ἀμείλιχος, ἀνάλγητος, ἀνελεεινός, ἀνηλεγής, ἀπέρωτος, ἀπηλεγής, ἀπηνής, ἀπρήϋντος, ἄσπλαγχνος, ἄστοργος, ἀσυμπαθής, ἀσυμπάθητος, ἄτεγκτος, αὐθάδης, ἀφιλοικτίρμων, βαρύς, βαρύφρων, διαβριθής, δριμύς, δυσάκεστος, δυσαλγής, δυσανάλγητος, δυσαχής, δυσδαίμων, δυσέκλυτος, δύσερις, δυσηλεγής, δυσηχής, δυσόργητος, δυσπενθής, ἔξαλλος