γάγγραινα

Revision as of 15:15, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ἡ, (γράω ?) gangrene, Hp.Mochl.33, 2 Ep.Ti.2.17, Dsc.1.61, Plu.2.65d, Gal.18(1).687.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): γάγρ- Cyran.1.1.83
1 medic. gangrena frec. en sg. y en plu. ποὺς δὲ ἐκβάς, σπασμός, γ. Hp.Mochl.33, cf. Dsc.1.61, Sor.140.8, Gal.18(1).687, Cyran.l.c., Paul.Aeg.4.19, 6.45, 107, Hsch.
fig. sent. moral podredumbre dicho de la calumnia, Plu.2.65d, cf. 2Ep.Ti.2.17.
2 orn. abejaruco, Merops apiaster L. μέροψ ... ὅν τινες γάγγραιναν ὀνομάζουσι Cyran.3.30.3.
• Etimología: Forma c. red. impresiva y suf. fem. -ni̯a quizá rel. c. la r. de γράω q.u.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gangrène.
Étymologie: γράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γάγγραινα en γάγραινα -ης, ἡ gangreen. Hp.

Russian (Dvoretsky)

γάγγραινα: ἡ разъедающая язва, поздн. гангрена Plut., NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: gangrene, illness that eats away the flesh (Hp.).
Other forms: Cf. γάγγραινα φαγέδαινα. S οἱ δε καρκίνος etc. H.
Derivatives: γαγγραινόομαι, γαγγραίνωσις etc. (Hp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the suffix cf. φαγέδαινα. Basis uncertain; cf. Chantr. Form. 108f., perhaps *γάγγρων, *γάγγρος, or *γάγγρα. Alexander Polyhistor in St. Byz. s. Γάγγρα gives this word as a goat. In antiquity compared with γράω devour, which is certainly incorrect. See Solmsen Wortforsch. 231f. Most probably a Pre-Greek word (a-vocalism, -αινα, prenasalization?). Cf. καρκίνος.

English (Abbott-Smith)

γάγγραινα, -ης, ἡ,
a gangrene, an eating sore, which leads to mortification: II Ti 2:17.†

English (Strong)

from graino (to gnaw); an ulcer ("gangrene"): canker.

English (Thayer)

γαγγραινης, ἡ (γράω or γραίνω to gnaw, eat), a gangrene, a disease by which any part of the body suffering from inflammation becomes so corrupted that, unless a remedy be seasonably applied, the evil continually spreads, attacks other parts, and at last eats away the bones: Wetstein (1752) at the passage cited); Plutarch, diser. am. et adulat. c. 36.)

Greek Monolingual

η (AM γάγγραινα)
1. τοπική νέκρωση των ιστών η οποία προέρχεται από πληγή ή απόστημα που προκαλεί σήψη
2. αιτία που βαθμιαία προκαλεί μεγάλη καταστροφή («η γάγγραινα της εμπάθειας καταστρέφει την ομαλή πολιτική ζωή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με αναδιπλασιασμό, και επίθημα -αινα (πρβλ. φαγέδαινα, λ. με παρόμοια σημασία και ίδιο επίθημα). Δεν είναι γνωστό ποιο αρσενικό ουσ. χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τον σχηματισμό της λ. Πιθανόν να σχηματίστηκε από τα γάγγρων, γάγγρος ή και γάγγρα, ονομασία της κατσίκας κατά τον Αλέξ. Πολυΐστορα (1ος π. Χ. αιώνας). Οπωσδήποτε η λ. πρέπει να συνδέεται με το γράω «τρώω, ροκανίζω», χωρίς να είναι βέβαιο αν ο εκφραστικός αναδιπλασιασμός πρωτοεμφανίστηκε στο ρήμα (γαγγράω, γαγγραίνω) ή στο ουσιαστικό].

Greek (Liddell-Scott)

γάγγραινα: ἡ, (γράω) πληγὴ ἢ ἀπόστημα διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ πέριξ μέρη, ὅπερ καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται σφάκελος, Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D.

Frisk Etymology German

γάγγραινα: {gággraina}
Grammar: f.
Meaning: Brand (Hp., NT, Plu. usw.).
Derivative: Davon die Adj. γαγγραινικός und γαγγραινώδης, das Denominativum γαγγραινόομαι mit γαγγραίνωσις und γαγγραίνωμα (alles Hp. usw.).
Etymology: Intensive Reduplikationsbildung mit demselben Suffix wie in φαγέδαινα. Als nächste Grundlage hat wahrscheinlich ein Nomen gedient, dessen Form sich nicht genau feststellen läßt (vgl. Chantraine Formation 108f.); möglich sind z. B. *γάγγρων, *γάγγρος, auch γάγγρα, nach Alexander Polyhistor bei St. Byz. s. Γάγγρα eine Benennung der Ziege. Schon die Alten haben γάγγραινα ansprechend mit γράω fressen, athem. Ipv. γράσθι, verknüpft. Ob die Intensivreduplikation schon beim Verb vorlag (*γαγγράω, *γαγγραίνω) oder sich erst beim Substantiv einstellte, ist nicht zu entscheiden. — Näheres bei Solmsen Wortforsch. 231f.
Page 1,281

Chinese

原文音譯:g£ggraina 甘格來那
詞類次數:名詞(1)
原文字根:壞疽
字義溯源:潰瘍,壞疽,毒瘤,毒瘡;源自(γονυπετέω)X*=侵蝕)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 毒瘡(1) 提後2:17

Mantoulidis Etymological

(=πληγή πού καταλήγει σέ σάπισμα καί πέσιμο τῶν γύρω μερῶν). Ἀπό τό ρῆμα γράωγραίνω (=ροκανίζω).