ἀλόγιστος

Revision as of 17:11, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ον,
A inconsiderate, thoughtless, τόλμα Th.3.82; ὀργή Men.574; of persons, Phld.Ir.p.97 W. Adv. ἀλογίστως = thoughtlessly, Lys.7.12, Isoc.2.29; δαπανᾶν ἀλογίστως βίον Men. 623, etc.
2 irrational, Pl.Ap.37c; opp. λογιστικός, R.439d, al.; foolish, unthinking, Phld.Ir.p.97 W.; πλοῦτος ἀλόγιστος προσλαβὼν ἐξουσίαν Men.665; τὸ ἀλόγιστον = unreason, i.e. chance, Th.5.99. Adv. ἀλογίστως Id.3.45, Pl.Prt.324b, al.
II incalculable, S.OC1675 (lyr.); indefinite, indeterminate, φορά Procl. in Prm.p.547 S.
2 not to be accounted, vile, E. Or. 1156, Men.75.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incontable ἀλόγιστα παροίσομεν S.OC 1675
indefinido, indeterminado φορά Procl.in Prm.711.16.
2 con lo que no se puede contar, imprevisible ἀλόγιστον δέ τι τὸ πλῆθος ἀντάλλαγμα γενναίου φίλου la multitud es una alternativa poco de fiar a cambio de un amigo fiel E.Or.1156, Τύχη δαίμων ἀλόγιστος GVI 1350.10 (Ilión I/II d.C.), πλοῦτος Men.Fr.615
subst. τὸ ἀ. lo imprevisible, el azar τῷ ἀλογίστῳ ἐπιτρέψαντες Th.5.99.
II 1irreflexivo, insensato, irresponsable, poco juicioso de pasiones y afectos τόλμα Th.3.82, κενὴ σπουδὴ καὶ ἀ., μηδὲν μανίης διαφέρουσα Hp.Ep.17 (p.362), ὀργή Men.Fr.519, τρόπος Men.Fr.219, θυμός Plb.2.21.2, ἐμπληξία D.C.43.15, ὕβρις LXX 3Ma.6.12, ἐλπὶς ἀ. ἐλευθερίας I.BI 2.346
de pers. εἰ οὕτως ἀ. εἰμι si soy tan insensato Pl.Ap.37c, οἱ ... ἐκ φύσεως ἀλόγιστοι Arist.EN 1149a10, ὡς ἀ. ἐστ' ἀνὴρ, ὅς μήτε φυλακὴν τῶν ἀναγκαίων ἔχει Men.Fr.335, cf. 492, Plb.3.63.7, ἀ. τε καὶ ἄνανδρος Pl.Grg.522e, ἀλογιστότεροι διὰ τὴν εὐτυχίαν εἰσίν Arist.Rh.1391b1, ἀ. ἔσται τῆς ἀληθείας κριτής Men.Asp.327, cf. I.BI 4.123, en rel. c. la ὀργή, μέθη Phld.Ir.97
esp. de los niños, LXX Sap.12.25, τὸ τῆς διανοίας ἀ. καὶ ... βρεφῶδες Ph.1.394.
2 c. gen. que no tiene en cuenta, no previsor τοῦ ἐσομένου, τοῦ πείσεσθαί τι Arist.Rh.1385b30-32.
III fil. irracional op. λογιστικός: τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικὸν προσαγορεύοντες τῆς ψυχῆς, τὸ δὲ ᾧ ἐρᾷ τε καὶ πεινῇ ... καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστον Pl.R.439d, πάθος Arist.EE 1229a21.
IV adv. ἀλογίστως
1 irreflexivamente, sin pensar ἐδόξασεν Th.3.45, μὴ ἀ. ἀπώσησθε Th.1.37, εἰκῆ καὶ ἀ. ποιῆσαι Lys.7.12, cf. Isoc.2.29, ἀ. καὶ ἀσκέπτως Pl.Hp.Ma.301c, ἀ. ἂν φεύγοι Pl.Phd.62e, τοὺς τὸν ἴδιον δαπανῶντας ἀ. βίον Men.Fr.507, ἀ. ἀπόλλεις LXX 4Ma.6.14
sin prever las consecuencias ἢ τῷ ψύχει ἢ τῷ θάλπει ἀ. ὁμιλοῖεν se expongan al frío o al calor sin prever las consecuencias Hp.Prorrh.2.2.
2 irracionalmente ὥσπερ θηρίον ἀ. τιμωρεῖται Pl.Prt.324 b.

German (Pape)

[Seite 108] 1) unüberlegt, unbesonnen, Plat. auch unverständig, οὕτως ἀλόγιστος, ὥστε μὴ δύνασθαι λογίζεσθαι Apol. 37 d; Dinarch. 1, 39; τὸ ἀλόγιστον. = ἀλογιστία, Plat. Rep. IV, 439 d; Thuc. 5, 99; auch von Sachen, τόλμα 6, 59. – 2) nicht herzuzählen, unzählbar, κακά Soph. O. C. 1671; aber ἀλ. ἀντάλλαγμα γενναίου φίλου, nicht zu rechnen, schlecht, Eur. Or. 1150. – Adv. unklug, unüberlegt, Plat. öfter; ποιεῖν Lys. 7, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 irréfléchi, inconsidéré, déraisonnable;
2 incalculable.
Étymologie: , λογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀλόγιστος:
1 безрассудный, неразумный (τόλμα Thuc., Plut.; sc. ἀνήρ Plat.; κριτής, ὀργή Men.; θυμός Polyb.): πλοῦτος ἀ. Men. шальное богатство;
2 бесчисленный, неисчислимый или невыразимый (sc. κακά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλόγιστος: -ον, ὁ μὴ συλλογιζόμενος, ἀπερίσκεπτος, ἀστόχαστος, προπετής, τόλμα, Θουκ. 3. 82˙ ὀργή, Μενάνδ. Ἄδηλ. 25: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, δαπανᾶν ἀλ. βίον, αὐτόθι 79, κτλ. 2) ἄλογος, ἀσυλλόγιστος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ λογιστικός, Πλάτ. Ἀπολ. 37C, Πολ. 439D καὶ ἀλλ.˙ πλοῦτος ἀλ. προσλαβὼν ἐξουσίαν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 119: τὸ ἀλόγιστον, ἡ ἀλογιστία, Θουκ. 5. 99: ― Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 45, Πλάτ. Πρωτ. 324B, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ μετρήσῃ, «ἀλογάριαστος», Σοφ. Ο. Κ. 1675 (λυρ.). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ λάβῃ ὑπὸ σκέψιν, φαῦλος, Εὐρ. Ὀρ. 1156, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλόγιστος, -ον)
αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος
2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλόγιστον α) η κατάσταση της ψυχής που αποκλείει τη λειτουργία της σκέψης, αλογιστία, παραλογισμός
β) αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, η τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λογίζομαι.
ΠΑΡ. αλογισταίνω, αλογιστία
αρχ. ἀλογιστῶ, νεοελλ. αλογισιά].

Greek Monotonic

ἀλόγιστος: -ον (λογίζομαι),
I. απερίσκεπτος, αστόχαστος, προπετής, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ ἀλόγιστον, έλλειψη λογικής, απερισκεψία, στον ίδ.· επίρρ. -τως, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αυτό που δεν εκτιμάται, που δεν υπολογίζεται, σε Σοφ.· αυτός ο οποίος δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν, φαύλος, σε Ευρ.

Middle Liddell

λογίζομαι
I. unreasoning, inconsiderate, thoughtless, heedless, Thuc., etc.: τὸ ἀλόγιστον = unreason, Thuc.:—adv. -τως, Thuc., Plat., etc.
II. not to be reckoned, Soph.: not to be taken into account, vile, Eur.

English (Woodhouse)

hasty, rash, unreasonable, unreasoning