ζηλωτής

Revision as of 15:19, 16 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,
A emulator, zealous admirer or zealous follower, μιμητὴς καὶ ζ. τῆς πατρῴας ἀρετῆς Isoc.1.11; ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Pl.Prt.343a; τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Aeschin.2.166; τῶν καλῶν βουλευμάτων ib.171; τῆς αὐτῆς αἱρέσεως SIG675.27 (Oropus, ii B.C.); μαθήσεως Phld.Rh.2.262S.; πνευμάτων 1 Ep.Cor.14.12; τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων IG7.2712.99 (Acraephiae): c. gen. pers., τοῦ Διός Muson.Fr.8p.37H.; τῶ πράτω θεῶ Sthenid. ap. Stob.4.7.63 (nom.sg. ζηλωτάς codd.); Θουκυδίδου, Ἀντισθένους, Luc.Hist.Conscr.15, Herm.14; perhaps champion, Epicur.Nat.70G.
2 jealous, θεὸς ζηλωτής LXX Ex.20.5.
II zealot, used to translate Κανανίτης or Καναναῖος, Ev.Luc.6.15, Act.Ap.1.13, J.BJ4.3.9; τῶν πατρίων ἐθῶν Id.AJ12.6.2; τῶν νόμων LXX 2 Ma. 4.2.

German (Pape)

[Seite 1139] ὁ, der Nacheiferer, Bewunderer, καὶ ἐραστὴς τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat. Prot. 343 a; καὶ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς Isocr. 1, 11; vgl. Hdn. 6, 8, 5. Dah. bei Sp. geradezu Anhänger, N. T.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui a du zèle, du goût pour;
NT: personne dévoué à (une cause, une personne) ; zélote.
Étymologie: ζηλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλωτής -οῦ, ὁ [ζηλόω] navolger, bewonderaar, fan; met gen.. ζηλωταὶ... τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας fans van de Spartaanse opvoedingsmethode Plat. Prot. 343a; πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσιν allen leven vol overtuiging volgens de wet NT Act. Ap. 21.20.

Russian (Dvoretsky)

ζηλωτής: οῦ ὁ
1 ревнитель, поклонник, ревностный последователь, приверженец, подражатель (τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat.; τῆς ἀρετῆς Isocr.; Θουκυδίδου Luc.; τῆς πολιτείας τινος Plut.; καλῶν ἔργων NT);
2 зелот, ревностный последователь Моисеева закона NT.

English (Strong)

from ζηλόω; a "zealot": zealous.

English (Thayer)

ζηλωτου, ὁ (ζηλόω), one burning with zeal; a zealot;
1. absolutely, for the Hebrew קַנָּא, used of God as jealous of any rival and sternly vindicating his control: Zealots, who rigorously adhered to the Mosaic law and endeavored even by a resort to violence, after the example of Phinehas (ζηλωτής Φινης Josephus, b. j. 4,3, 9; 4,5, 1; 4,6, 3; 7,8, 1. To this class perhaps Simon the apostle had belonged, and hence, got the surnameζηλωτής: Schürer, Neutest. Zeitgesch., Index under the word Zeloten; Edersheim, Jesus the Messiah, i. 237ff).
2. with the genitive of the object: with the genitive of the thing, most eagerly desirous of, zealous for, a thing;
a. to acquire a thing (zealous of) (see ζηλόω, 2): L T Tr WH (ἀρετῆς, Philo, praem. et poen. § 2; τῆς εὐσεβείας, de monarch. 50:1, § 3; εὐσεβείας καί δικαιοσύνης, de poenit. § 1; τῶν πολεμικων ἔργων, Diodorus 1,73; περί τῶν ἀνηκόντων εἰς σωτηρίαν, Clement of Rome, 1 Corinthians 45,1 [ET]).
b. to defend and uphold a thing, vehemently contending for a thing (zealous for): νόμου, τῶν πατρικῶν παραδόσεων, τῶν αἰγυπτιακων πλασματων, Philo, vit. Moys. iii. § 19; τῆς ἀρχαίας καί σώφρονος ἀγωγης, Diodorus excerpt., p. 611 (from 50:37, vol. 2:564 Didot)); with the genitive of person: Θεοῦ, intent on protecting the majesty and authority of God by contending for the Mosaic law, an emulator, admirer, imitator, follower of anyone.)

Greek Monolingual

ο (AM ζηλωτής, Α δωρ. τ. ζαλωτής) ζηλώ
1. ο γεμάτος ζήλο, ο μιμητής, ο θαυμαστής («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.)
2. ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια θρησκεία, ο θεοσεβής
3. πληθ. οι ζηλωτές (-αί)
οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι Φαρισαίοι του 1ου μ.Χ. αιώνα
νεοελλ.
ευκίνητο μαύρο αραχνοειδές τών θερμών χωρών
νεοελλ.-μσν.
πληθ. οι ζηλωτές (-αί)
οπαδοί θρησκευτικοπολιτικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα, που αποσκοπούσαν στην προστασία τών δικαιωμάτων τών πολιτών κάθε κοινωνικής τάξης και στη συμμετοχή τών πολιτών στη διοίκηση τών κοινών
αρχ.
ζηλότυπος, φθονερός.

Greek Monotonic

ζηλωτής: -οῦ, ὁ,
I. μιμητής, ένθερμος οπαδός ή θιασώτης ενός ανθρώπου ή μίας ιδέας, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. ζηλωτής, όρος που χρησιμοποιείται για να αποδώσει μεταφραστικά τους τύπους Κανανίτης ή Καναναῖος (από το Εβρ. gânâ, φλέγομαι από ενθουσιασμό ή από ζήλο), σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

ζηλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ μετὰ ζήλου ὀπαδὸς καὶ μιμητής, μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B· ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A· τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26· τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8· τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80· Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) ζηλότυπος, θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. ζηλωτής, πλήρης ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι ζηλωτής), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.

Middle Liddell

ζηλωτής, οῦ,
I. an emulator, zealous admirer or follower, Plat., etc.
II. a zealot, used to translate Κανανίτης or Καναναῖος (from the Hebr. qana, to glow, be zealous), NTest.

Chinese

原文音譯:Zhlwt»j 色羅帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:沸(者)
字義溯源:奮銳黨徒,奮銳黨;源自(ζηλεύω / ζηλόω)=感到熱情),而 (ζηλεύω / ζηλόω)出自(ζῆλος)=熱力), (ζῆλος)出自(ζέω)*=熱)。當羅馬統治時,這些民族主義的奮銳黨徒鼓吹獨立。十二使徒中的一位,稱為奮銳黨的西門( 路6:15)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 奮銳黨(2) 路6:15; 徒1:13
原文音譯:zhlwt»j 色羅帖士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:沸(者)
字義溯源:熱情者,熱心者,熱心,切慕;源自(ζηλεύω / ζηλόω)=感到熱情);而 (ζηλεύω / ζηλόω)出自(ζῆλος)=熱力), (ζῆλος)出自(ζέω)*=熱)。猶太人都為律法熱心( 徒21:20)。保羅也曾按著嚴緊的律法受教,熱心事奉神( 徒22:3)
出現次數:總共(6);徒(2);林前(1);加(1);多(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 熱心(4) 徒21:20; 加1:14; 多2:14; 彼前3:13;
2) 切慕(1) 林前14:12;
3) 熱心的人(1) 徒22:3

Translations

zealot

Arabic: غَيُور‎, مُتَحَمِّس‎, مُتَعَصِّب‎; Azerbaijani: təəssübkeş; Belarusian: фанатык, фанатычка; Bulgarian: фанатик, фанатичка; Chinese Mandarin: 狂熱分子/狂热分子; Czech: horlivec, fanatik, fanatička; Danish: fanatiker; Dutch: fanatiekeling, fanaat; Esperanto: zeloto, fervorulo; Estonian: fanaatik; Ewe: fanaatik; Finnish: hihhuli, uskonkiihkoilija, kiihkoilija, intoilija; French: fanatique; Galician: fanático; Georgian: ფანატიკოსი, ფანატიკური მიმდევარი; German: Eiferer, Fanatiker, Zelot; Ancient Greek: ζηλωτής; Hebrew: קַנַּאי‎; Hindi: कट्टरपंथी; Ido: zelanto, zelozo; Irish: díograiseoir; Italian: fanatico; Japanese: 狂信者, 熱狂者; Korean: 광신자(狂信者), 열광자(熱狂者); Macedonian: фанатик; Norwegian Bokmål: fanatiker; Nynorsk: fanatikar; Persian: متعصب‎, فناتیک‎; Polish: zelant, zelota, fanatyk, fanatyczka; Portuguese: zeloso, fanático; Russian: фанатик, фанатичка; Serbo-Croatian Cyrillic: фана̀тик; Roman: fanàtik; Slovak: fanatik, fanatička; Slovene: fanatik, fanatičarka; Spanish: fanático; Swedish: fanatiker; Tajik: мутаассиб; Ukrainian: фанатик, фанатичка; Uzbek: mutaassib, fanatik; Yiddish: פֿאַנאַטיקער‎

jealous

Albanian: zili; Arabic: غَيُور‎; Egyptian Arabic: غيار‎; Armenian: խանդոտ; Azerbaijani: qısqanc; Belarusian: раўні́вы; Bulgarian: ревнив; Catalan: gelós; Chickasaw: hopoo; Chinese Mandarin: 妒忌, 吃醋; Cantonese: 呷醋; Hokkien: 食醋; Czech: žárlivý; Danish: jaloux; Dutch: jaloers; Estonian: armukade; Faroese: øvundsjúkur; Finnish: mustasukkainen; French: jaloux, jalouse; Galician: ciumento; Georgian: ეჭვიანი; German: eifersüchtig; Greek: ζηλιάρης; Ancient Greek: ἐπίφθονος, ζηλαῖος, ζηλήμων, ζηλότυπος, ζηλωτής, κοτήεις, ὑπόπτης, φθονερός; Hungarian: féltékeny; Icelandic: afbrýðisamur; Indonesian: cemburu; Irish: éadmhar, éad a bheith agat/ort; Italian: geloso, gelosa; Japanese: 妬ましい, 嫉妬, 嫉妬深い, やきもちをやく; Khmer: ប្រច័ណ្ឌ, ច្រណែន; Latvian: greizsirdīgs; Lithuanian: įtarus; Louisiana Creole French: jalou; Macedonian: љубоморен; Norwegian: sjalu; Persian: رشکین‎; Polish: zazdrosny; Portuguese: ciumento; Romanian: gelos; Russian: ревнивый, ревнующий; Scottish Gaelic: eudmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: љубоморан; Roman: ljubomoran; Slovak: žiarlivý; Slovene: ljubosumen; Spanish: celoso, encelado; Swedish: svartsjuk; Tagalog: selos; Tajik: рашкин; Turkish: kıskanç; Ukrainian: ревнивий; Vietnamese: ghen; Walloon: djalot; Welsh: eiddigus