νόμιμος

Revision as of 11:54, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Isoc.2.22, Arist.Mu.400b24:—
A conformable to custom, usage, or law, ν. ὅρκος Lexap.And.1.98; ν. ἔρωτες Gorg.Fr.6 D.; ἔργα δίκαια καὶ ν. Democr.174; legitimate, ν. παῖδες E.Ph.815 (lyr.): hence, customary, prescriptive, φῶς ib.345 (lyr.), etc.; οἱ ν. θεοί Pl.Lg.954a; ἡ ἐπίδεσις ἡ ν. Hp.Art.14; νόμιμόν [ἐστί] τινι ποιεῖν τι X.Cyr.8.8.8; ν. τινὰ δεδέσθαι Id.Mem.1.2.49.
2 observant of law, Choeril.3, Antipho 2.2.12, Archyt. ap. Stob.4.5.61; ν. καὶ κόσμιοι Pl.Grg. 504d; ν. πόλις Isoc.l.c.
II νόμιμα, τά, usages, customs, ἄλλα ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἕκαστος Pi.Fr.215, cf. A.Th.334 (lyr.), Hdt.2.79; ν. Δωρικά, Χαλκιδικά, Th.6.4,5; τὰ κοινὰ τῶν Ἑλλήνων ν. Id.3.59; almost, = νόμοι, ἄγραπτα ν. S.Ant.455; ν. θεῶν E.Supp. 19; τὰ εἰωθότα ν. Pl.Phdr.265a; ἄγραφα ν. Id.Lg.793a, D.23.70; τὰ περὶ τοὺς θεοὺς ν., τὸ πρὸς τοὺς πολεμίους ν., X.Mem.4.6.4, Cyr.1.6.34; ν. βαρβαρικά, title of treatise by Aristotle: rare in sg., τὸ πάντων ν. Emp.135.1.
2 legal rights, ν. καὶ φιλάνθρωπα BGU1074.2 (i A.D.); process of law, τοῖς ν. χρῆσθαι Mitteis Chr.88 i 12 (ii A.D.); ἄνευ νομίμων ἀπωθεῖσθαι to be illegally ejected, PFay.124.18 (ii A.D.); εἴργεσθαι τῶν ν., i.e. ἱερῶν καὶ ἀγορᾶς, of persons accused of murder, Antipho 6.34, Arist.Ath.57.2.
3 funeral rites (cf. νομίζω 1.1), Din.2.8; τιμᾶν τινας ἐσθήμασί τε καὶ τοῖς ἄλλοις ν. Th.3.58.
III Adv. νομίμως Antipho 5.14; κοσμίως καὶ ν. Pl.Smp. 182a; ν. ἀποθανεῖν in a natural way, Lys.Fr.53.4; οἱ ν. ἀθλοῦντες, πεπαιδευμένοι, professional athletes, physicians, Gal.6.488, 17(1).26, cf. 8.171: Comp. νομιμώτερον X.Mem.3.5.20: Sup. νομιμώτατα D.C.78.13.

German (Pape)

[Seite 260] ον, dem Gebrauche, der Sitte, dem Gesetze gemäß; Her. 2, 79; ἄλλα ἄλλοις νόμιμα, Pind. frg. 152; τὰ νόμιμα, die Satzungen, Gesetze, Aesch. Spt. 316, wie Soph. ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα, Ant. 451; νόμιμα πάσης συγχέαντες Ἑλλάδος, Eur. Suppl. 311; νόμιμ' ἀτίζοντες θεῶν, 19; u. in Prosa, πάνθ' ὁπόσα κεῖται νόμιμα, Plat. Polit. 305 b; auch καὶ τὰ νόμιμα καὶ οἱ νόμοι verbunden, Crit. 53 c; τὰ εἰωθότα νόμιμα, Phaedr. 265 a (wie τὰ νόμιμα εἰθισμένοι Lycurg. 25; vgl. τὸ νόμιμον ἔθος ποιῶν Dem. 19, 234); τῶν τοιούτων νομίμων καὶ ἐπιτηδευμάτων, Legg. VI, 772 b; also Herkommen, Gewohnheitsrecht, obwohl νόμιμα θέσθαι, Theaet. 172 a, an νόμους θέσθαι erinnert; bes. auch das bei der Bestattung Uebliche, νόμιμα μὴ κλέπτειν νεκρῶν, Eur. Bel. 1293; gesetzlich, rechtmäßig, οἱ μὴ νόμιμοι παῖδες, Phoen. 822; Plat. erkl. τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι δοκεῖ ὄνομα εἶναι νόμιμόν τε καὶ νόμος, Gorg. 5040; οὐ γὰρ ἐπιχώριον ὑμῖν τοῦτο οὐδὲ νόμιμον, Legg. I, 639 d; Gegensatz παράνομος, Rep. VII, 539 a; vgl. II, 359 a, ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον; von Menschen, νόμιμοι καὶ κόσμιοι, Gorg. 504 d, rechtlich; vgl. αἱ νόμιμοι γρᾶες, Diotim. 6 (VII, 733), wie auch im adv., Plat. Conv. 182 a, vrbdn ist κοσμίως γε καὶ νομίμως ὁτιοῦν πρᾶγμα πραττόμενον, wie es nach dem Herkommen sich gebührt; τὸν ἀμαθέστερον ὑπὸ σοφωτέρου νόμιμόν ἐστι δεδέσθαι, Xen. Mem. 1, 2, 49, öfter, wie Sp., τὰ κοινὰ τῶν ἀνθρώπων ἔθη καὶ νόμιμα, Pol. 4, 67, 4, vgl. 6, 56, 1; μὴ νομίμως, ἀλλὰ δεσποτικῶς ἄρχειν, 2, 41, 5; νομιμώτατα, D. C. 78, 13.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
conforme à l'usage, usuel, habituel ; légal, régulier, normal ; νόμιμόν ἐστι avec la prop. inf. XÉN il est juste que ; τὰ νόμιμα les usages ou les lois;
Cp. νομιμώτερος, Sp. νομιμώτατος.
Étymologie: νόμος.

Russian (Dvoretsky)

νόμιμος: и
1 установленный обычаем, (обще)принятый (ἐπιχώριος καὶ ν. Plat.);
2 соответствующий закону, предписанный законом, законный, правомерный (τὸ ἐπίταγμα Plat.);
3 повинующийся законам, уважающий законы (ν. καὶ κόσμιος Plat.);
4 рожденный в законном браке (παῖδες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νόμιμος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀριστ. π. Κόσμου 6, 35· (νόμος)· - σύμφωνος πρὸς τὸν νόμον, τὴν συνήθειαν ἢ τὴν χρῆσιν, ν. ὅρκος Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 20· ἐντεῦθεν, συνήθης, ἐγὼ δ’ οὔτε σοι πυρὸς ἀνῆψα φῶς νόμιμον ἐν γάμοις Εὐρ. Φοίν. 347, κτλ.· οἱ ν. θεοὶ Πλάτ. Νόμ. 954Α· ἡ ἐπίδεσις ν. Ἱππ. 792D· - δίκαιος, ὀρθός, νόμιμος, Ἐμπεδ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 2, Πινδ. Ἀποσπ. 152, Εὐρ. Φοίν. 815. - νόμιμόν [ἐστί] τινι ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 8· ν. τινα δεδέσθαι Ἀπομν. 1. 2, 49. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ τὸν νόμον τηρῶν, Χοιρίλ. 3, Ἀντιφῶν 117. 34, Πλάτ. Γοργ. 504D. ΙΙ. νόμιμα, τά, συνήθειαι, ἔθιμα, ὡς τὸ νόμαια, Ἡρόδ. 2. 79, Αἰσχύλ. Θήβ. 334, Σοφ. Ἀντ. 455· ν. Δωρικά, ν. τὰ Γελῴων Θουκ. 6. 4· τὰ εἰωθότα ν. Πλάτ. Φαῖδρ. 265Α· τὰ περὶ τοὺς θεοὺς ν., τὸ πρὸς τοὺς πολεμίους ν. Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 4, Κύρ. 1. 6, 31· ν. βαρβαρικά, ὄνομα πραγματείας τινός, τοῦ Ἀριστ., Ἀποσπ. 562· ὡς τὰ ὅσια, τόποι εἰς οὓς πᾶς τις δύναται νὰ προσφύγῃ, Ἀντιφῶν 145. 23 κἑξ. 2) ἐπικήδειοι τελεταί, Λατ. justa, Δείναρχ. 106. 9· τιμᾶν τινας ἐσθήμασί τε καὶ ἄλλοις νομίμοις Θουκ. 3. 58. ΙΙΙ. Ἐπιρρ. -μως, Ἀντιφῶν 131. 10, Πλάτ. Συμπ. 182Α· ν. ἀποθανεῖν, φυσικῶς, Λυσ. Ἀποσπ. 31. 4· συγκρ. -ώτερον Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 20.

English (Slater)

νόμῐμος customary ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ νόμιμος, -ίμη, -ον, Α θηλ. και -ος)
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά τους νομικούς θεσμούς, έννομος, σύμφωνος με τον νόμο (α. «νόμιμος γάμος» β. «νόμιμοι ἔρωτες», Γοργ.)
2. αυτός που τηρεί τους νόμους («νόμιμος καὶ κόσμιος», Πλάτ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νόμιμα
οι διατάξεις και διατυπώσεις που ορίζονται από τους νόμους
4. φρ. «νόμιμα παιδιά», «νόμιμοι παίδες», «νόμιμα τέκνα» — τα παιδιά που γεννιούνται από νόμιμο γάμο
νεοελλ.
1. αυτός που καθορίζεται, που καθιερώνεται με νόμο («νόμιμη ηλικία» — η ηλικία που καθορίζεται με νόμο και κατά την οποία ο πολίτης αποκτά ορισμένα δικαιώματα)
2. φρ. α) «νόμιμος μοίρα» ή «νόμιμη μοίρα»
(νομ.) κληρονομική μερίδα την οποία δικαιούνται οι αναγκαίοι κληρονόμοι από την περιουσία του κληρονομουμένου και ανεξάρτητα από τη θέλησή του
β) «νόμιμος κληρονόμος»
(νομ.) αυτός που αντλεί το δικαίωμα της κληρονομιάς από τον νόμο
μσν.
1. αυτός που περιέχει νόμους ή αναφέρεται σε νόμους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νόμιμον
α) (περιλπτ.) η νομοθεσία, το δίκαιο
β) θεσμός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται σύμφωνα με συνήθεια ή με έθιμο
2. (το ουδ. πληθ. και σπαν. εν. ως ουσ.) οι νόμοι, ο νόμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έθιμα, οι συνήθειες
αρχ.
1. συνήθης («ὡς τὸν ἀμαθέστερον ὑπὸ τοῦ σοφωτέρου νόμιμον εἴη δεδέσθαι», Ξεν.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οι συνηθισμένες, οι καθιερωμένες επικήδειες τελετές
3. φρ. α) «νόμιμα θεοῦ» — ο δεκάλογος του Μωυσή
β) «Νόμιμα βαρβαρικά» — τίτλος έργου του Αριστοτέλους
γ) «ἄνευ νομίμων» — άνομα, άδικα.
επίρρ...
νομίμως και -a (ΑΜ νομίμως)
σύμφωνα με τον τρόπο που επιβάλλουν οι νόμοι («οἴδαμεν δὲ ὅτι καλὸς ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται», ΚΔ)
αρχ.
1. κατά τη συνήθεια
2. φρ. α) «νομίμως ἀποθνήσκω» — πεθαίνω με φυσικό θάνατο
β) «οἱ νομίμως ἀθλοῦν τες» ή «οἱ νομίμως πεπαιδευμένοι» — οι κατ' επάγγελμα αθλητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. μόνιμος)].

Greek Monotonic

νόμιμος: -η, -ον (νόμος
I. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με το έθιμο, τη συνήθεια ή τον νόμο, εθιμικός, θεσμοποιημένος, καθιερωμένος, θεμιτός, δίκαιος, σε Ευρ.· νόμιμόν (ἐστί) τινι ποιεῖν τι, σε Ξεν.
II. 1. νόμιμα, τά, συνήθειες, έθιμα, σε Ηρόδ., Αττ.
2. ταφικές τελετές, Λατ. justa, σε Θουκ.
II. επίρρ. -μως, σε Πλάτ.· συγκρ. -ώτερον, σε Ξεν.

Middle Liddell

νόμιμος, η, ον νόμος
I. conformable to custom, usage, or law, customary, prescriptive, established, lawful, rightful, Eur.:— νόμιμόν ἐστί τινι ποιεῖν τι Xen.
II. νόμιμα, ων, τά, usages, customs, Hdt., Attic
2. funeral rites, Lat. justa, Thuc.
III. adv. -μως, Plat.: comp. -ώτερον Xen.

English (Woodhouse)

common, customary, lawful, ordinary, according to rule, established, generally received, in accordance with usage, in conformity with law

Mantoulidis Etymological

(=σύμφωνος μέ τό νόμο). Ἀπό τό νόμος τοῦ νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.