ἔποικος

Revision as of 07:05, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")

English (LSJ)

ὁ,
A settler, sojourner, Pi.O.9.69.
2 stranger, alien, S. El.189 (lyr., as fem.), cf. Pl.Lg.742a, GDI5048 (Crete).
3 more freq., colonist, Ar.Av.1307, IG9(1).334.5 (in Locr. form ἐπίϝοικος), ib.12.397; ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν, Th.2.27, Isoc.5.6; especially of additional settlers, ἐ. δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι, Arist.Pol.1303a28,37; λαὸν ἔποικον ἄγοις Call.Aet.Oxy.2080.69, cf.Ant.Lib.4.4, al.
II neighbouring, ἔ. Ἀσίας ἁγνᾶς ἕδος A.Pr.411(lyr.).
2 Subst. neighbour, S.OC506.

German (Pape)

[Seite 1007] der nach einem schon bewohnten Orte geht u. sich dort niederläßt (ein Haus dazu baut), der Ansiedler, Pind. Ol. 9, 74, wo der Schol. erkl. τοὺς ἐνοικοῦντας ξένους; ἐποίκους ἔπεμψαν Ἀθηναῖοι Thuc. 2, 27; Folgde; ἐποίκους ἀποστέλλειν εἰς χώραν Isocr. 5, 6. Vgl. aber ἄποικος. – Ankömmling, Fremdling, δοῦλος καὶ ἔποικος Plat. Legg. V, 742 a; Soph. El. 182. – Der Anwohnende, Nachbar, Soph. O. C. 507; adj., ἔποικον ἁγνᾶς Ἀσίας ἕδος Aesch. Prom. 409, wenn es nicht allgemeiner "bewohnt" ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui habite auprès, voisin, gén.;
II. qui vient s'établir dans un pays :
1 colon;
2 étranger.
Étymologie: ἐπί, οἶκος.

Russian (Dvoretsky)

ἔποικος: II
1 поселенец, колонист (ἐποίκους πέμπειν Thuc. или ἀποστέλλειν Isocr.);
2 пришелец, чужеземец Soph., Plat.;
3 живущий рядом, (местный) житель Soph., Plut.
соседний (ἕδος Ἀσίας Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔποικος: ὁ, ὁ ἐγκατασταθεὶς μεταξὺ ξένων, Πινδ. Ο. 9. 105· ἐντεῦθεν, ξένος, ἀλλότριος, ὁ μηδὲν δικαίωμα πολιτικὸν κεκτημένος, παραπλήσιον τοῦ μέτοικος, Σοφ. Ἠλ. 189 (ὡς θηλ.), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 2602. 2) συνηθέστερον, ὁ ἀπερχόμενος ἢ πεμπόμενός που ὡς μετανάστης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1307· ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν Θουκ. 2. 27 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἰσοκρ. 83C· δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11 καὶ 13· πρβλ. ἄποικος, σύνοικος. ΙΙ. γείτων, γειτονικός, ἐπ. Ἀσίας ἁγνᾶς ἕδος Αἰσχύλ. Πρ. 410· γειτνιάζων, Σοφ. Ο. Κ. 506.

English (Slater)

ἔποικος colonist, settler υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων (O. 9.69)

Greek Monolingual

ο (AM ἔποικος, -ον)
1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή
2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή
μσν.
κάτοικος
αρχ.
1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά δικαιώματα («μισθοὺς μισθωτοῖς δούλοις καὶ ἐποίκοις ἀποτίνειν», Πλάτ.)
2. γειτονικός, κοντινός («ὁπόσοι τ’ ἔποικον ἁγνᾱς Ἀσίας ἔδος νέμονται», Αισχύλ.)
3. (για ζώα) ντόπιος
4. το αρσ. ως ουσ.ἔποικος
γείτονας («ἥν δέ του σπάνιν τιν’ ἴσχης, ἔστ’ ἔποικος ὅς φράσει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίκος (πρβλ. άποικος < από + οίκος)].

Greek Monotonic

ἔποικος: ὁ,
I. αυτός που έχει εγκατασταθεί μεταξύ ξένων, άποικος, μετανάστης, αλλοεθνής, ξένος, σε Σοφ., Πλάτ.
2. αποικιστής, σε Αριστοφ., Θουκ.
II. ως επίθ., γειτονικός, σε Αισχύλ.· απ' όπου, ως ουσ., γειτονικός, κοντινός, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἔπ-οικος,
I. one who has settled among strangers, a settler, alien, Soph., Plat.
2. a colonist, Ar., Thuc.
II. as adj. neighbouring, Aesch.: hence again as substantive a neighbour, one near, Soph.

English (Woodhouse)

colonist

Translations

neighbouring

Arabic: مُجَاوِر‎; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik