ἐπίδοξος

Revision as of 08:52, 25 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἐπίδοξον,
A likely, of persons, ἐπίδοξοι γενέσθαι ἐπιεικεῖς = likely to turn out well, Pl.Tht.143d; ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσθαι = in danger of suffering... Hdt.6.12; ἐπίδοξος ὢν πάσχειν Antipho 2.1.5, cf. 2.4.9; ἐπίδοξος ὢν τυχεῖν being expected to gain... Isoc.6.8; τοὺς ἐπιδόξους γενήσεσθαι πονηρούς Id.20.12; ἐπιδοξοτέρου ὄντος (sc. αἱρεθῆναι) App.BC1.32: sometimes c. fut. part., ἐ. ἦσαν ἐμβαλοῦντες Plu.Agis13; of things, ἐπίδοξος ἡ ἀπόστασις παρασχίδων ὀστέων ἀπιέναι Hp.Fract.24; ἐπίδοξος γενέσθαι Hdt.1.89; πρὸς οὓς ἐ. [ἐστι] πολεμεῖν Arist.Rh.1359b39: abs., ὅσα.. κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν (-λαμβάνει codd.) Hdt.4.11.
II. of repute, glorious, κῦδος Pi.N.9.46; and in late Prose, as LXX Si.3.18, D.S.13.83, Plu.2.239d, etc. Adv. ἐπιδόξως = gloriously LXX 1 Es.9.45, IG12(7).117, 288 (Amorgos), Artem.2.30.

German (Pape)

[Seite 939] 1) von dem man Etwas meint, erwartet, im guten u. schlimmen Sinne, ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσθαι Her. 6, 12, man befürchtet, daß ihnen dasselbe widerfahren werde, wie ἐπίδ. ὢν ἔτι μείζονα πάσχειν Antiph. 2 α 5; ἡ δυσπραγία ἐπίδ. μεταβάλλειν δ 9; oft bei Isocr., οἱ ἐπίδ. γενήσεσθαι πονηροί 20, 12; auch c. inf. aor., τίνες τῶν νέων ἐπίδ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς, von welchen Jünglingen läßt sich erwarten, daß sie, Plat. Theaet. 143 d, wie Isocr. 6, 8; vgl. Lob. zu Phryn. p. 132 ff.; c. partic., Αἰτωλοὶ ἦσαν ἐπίδ. ἐμβαλοῦντες εἰς Πελοπόννησον Plut. Agis 13; ohne Zusatz, ἐκείνῳ μὲν οὐδὲν ἀντεῖπε καίπερ ἐπίδοξος ὢν ὑπ' ὀργῆς, sc. ἀντειπεῖν, Arat. 50; vgl. App. B. Civ. 1, 32. Auch von Sachen, τάδε ἐξ αὐτέων ἐπίδοξα γενέσθαι, es stand zu erwarten, daß dies geschehe, Her. 1, 89, vgl. 4, 11; Lycurg. 3, 4. – 2) in Ansehen stehend, berühmt, κῦδος Pind. N. 9, 46, häufiger bei Sp.; vgl. Lob. a. a. O. – Adv. ruhmvoll, Artemid. 2, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 probable, vraisemblable : ἐπίδοξοι τοῦτο πείσεσθαι HDT qui sont en danger de souffrir ce traitement ; ἐπίδοξοι ἐμβαλοῦντες PLUT il était vraisemblable qu'ils se jetteraient sur;
2 qui est en renom, illustre, glorieux;
Cp. ἐπιδοξότερος.
Étymologie: ἐπί, δόξα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίδοξος:
1 вероятный, правдоподобный: πολλοὶ ἐπίδοξοι τὠυτὸ τοῦτο πείσεσθαι Her. многим, по-видимому, предстоит испытать то же самое; προκαταλαμβάνεσθαι τῶν ἀντιδίκων τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Arst. предвосхищать вероятные возражения противников; ἐ. γενέσθαι ἐπιεικής Plat. подающий надежды стать достойным человеком; τάδε τοι ἐξ αὐτῶν ἐπίδοξα γενέσθαι Her. вот что для тебя из этого, очевидно, выйдет; ἐ. ὢν ἅπαντας νικήσειν Plut. которого считали вероятным победителем всех (его противников);
2 славный, знаменитый (ἔν τινι Plut.): ἐπίδοξον κῦδος Pind. великая слава.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδοξος: -ον, (δόξα) ἐπὶ προσώπων, ὃν προσδοκᾷ τις νὰ πράξῃ τι, ἢ ὁ πιθανῶς μέλλων νὰ εἶναι τοιοῦτοςτοιοῦτος, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. Ἀγμ. 766· ἐπ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς, οἵτινες εἶναι πιθανὸν ὅτι θὰ ἀποδειχθῶσι καλοὶ ἄνθρωποι, Πλάτ. Θεαίτ. 143D· πολλοὶ ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσθαι, πιθανὸν πολλοὶ νὰ πάθωσι τὸ αὐτὸ τοῦτο πρᾶγμα, Ἡρόδ. 6. 12· ἐπ. ὢν πάσχειν, προσδόκιμος, Ἀντιφῶν 115. 22, πρβλ. 120. 13· αὐτὸς δ’ ἐπίδοξος ὢν τυχεῖν τῆς τιμῆς ταύτης, ἐγὼ προσδοκῶν νὰ τύχω τῆς τιμῆς ταύτης, Ἰσοκρ. 117Ε· ἐπ. γενήσεσθαι πονηρὸς Ἰσοκρ. 397D· ἐπιδοξοτέρου ὄντος (ἐξυπ. αἱρεθῆναι) Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 32· ἐνίοτε μετὰ μετοχ. μέλλ., ἐπ. ἦσαν ἐμβαλοῦντες Πλουτ. Ἆγις 13. 2) ἐπὶ πραγμάτων, πιθανόν, μετ’ ἀπαρ., ἐπ. γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 89· πρὸς οὓς ἐπ. ἐστι πολεμεῖν Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9:- ἀπολ., ὅσα... κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνει, προσδόκιμα, ἃ ἠδύνατο νὰ περιμένῃ τις, Ἡρόδ. 4. 11.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίδοξα· προσδοκώμενα»· «ἐπίδοξος· προσδόκιμος». ΙΙ. ἐπὶ φήμης, ἐπίσημος, ἔνδοξος, Πίνδ. Ν. 9. 110, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς π.χ. Διοδ. 13. 83, Πλούτ. 2. 239D, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 132 κἑξ.:- οὕτως ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Θ΄, 45).

English (Slater)

ἐπῐδοξος glorious εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος (N. 9.46)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίδοξος, -ον)
αυτός που πιθανώς θα γίνει κάτι ή σκοπεύει να κάνει κάτι, ο υποψήφιος ή αυτός που δίνει τέτοια εντύπωση («ο επίδοξος πρωθυπουργός», «ο επίδοξος δολοφόνος», «ἐπίδοξος γενήσεσθαι πονηρός»)
αρχ.-μσν.
ένδοξος, διάσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόξα.

Greek Monotonic

ἐπίδοξος: -ον (δόξα),
1. λέγεται για πρόσωπα, πιθανός, ενδεχόμενος ή αναμενόμενος να γίνει ή να είναι τέτοιου είδους, με απαρ., ἐπίδοξοι πείσεσθαι, πιθανόν να πάθουν, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πράγματα, πιθανός, με απαρ., ἐπ. γενέσθαι, στον ίδ.· απόλ., κακὰ ἐπίδοξα, επίδοξα, προσδοκώμενα, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπί-δοξος, ον δόξα
1. of persons, likely or expected to do or be so and so, c. inf., ἐπίδοξοι πείσεσθαι likely to suffer, Hdt.
2. of things, likely, probable, c. inf., ἐπ. γενέσθαι Hdt.: absol., κακὰ ἐπίδοξα such as might be expected, Hdt.

English (Woodhouse)

expected to, likely to