βαττολογέω

Revision as of 18:30, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

= βατταρίζω, speak stammeringly, say the same thing over and over again, Ev.Matt.6.7, Simp. in Epict.p.91D.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): βατταλογέω Eu.Matt.6.7
1 repetir machaconamente las plegarias μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί Eu.Matt.l.c., περὶ καθηκόντων δὲ βαττολογῶν Simp.in Epict.p.91.
2 hablar por hablar ἐν οἴνῳ μὴ βαττολόγει σοφίαν ἐπιδεικνύμενος Vit.Aesop.W.109, cf. Gr.Nyss.M.44.1129C, Ath.Al.M.26.25C.

German (Pape)

[Seite 439] unnützes Zeug schwatzen, plappern, stammverwandt mit βατταρίζω, N.T. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

βαττολογῶ :
bredouiller, dire toujours la même chose ; bavarder.
Étymologie: Βάττος, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

βαττολογέω: говорить пустое NT.

Greek (Liddell-Scott)

βαττολογέω: βατταρίζω, ὁμιλῶ τραυλίζων, ἐπαναλαμβάνω τὸ αὐτὸ πολλάκις (ὡς ποιοῦσιν οἱ ἔχοντες δυσκολίαν περὶ τὴν γλῶσσαν), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 7, Σιμπλίκ. π. Ἐπίκτ. 340· - ῥηματ. ἐπίθ., -λογητέον, Ἐκκλ.· - ἐντεῦθεν βαττολογία, ἡ, = βατταρισμός, ματαιολογία, φλυαρία, Ἐκκλ., οἵτινες ὡσαύτως μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν βαττολόγημα, τό, καὶ βαττολόγος, ὁ, ἡ. (Ἡ ῥίζα εἶναι τὸ κύριον ὄνομα Βάττος, ὅπερ φαίνεται ὡς ὀνοματοπ. ἀπό τινος τραυλίζοντος, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 155· περὶ τῆς παροιμίας τὸ Βάττου σίλφιον, ἴδε σίλφιον).

English (Strong)

from Battos (a proverbial stammerer) and λόγος; to stutter, i.e. (by implication) to prate tediously: use vain repetitions.

English (Thayer)

(T WH βατταλογέω (with א B, see WH's Appendix, p. 152)), βαττολόγω: 1st aorist subjunctive βαττολογήσω;
a. to stammer, and, since stammerers are accustomed to repeat the same sounds,
b. to repeat the same things over and over, to use many and idle words, to babble, prate; so ἐν τῇ πολυλογία, (Vulg. multum loqui; (A. V. to use vain repetitions)); cf. Tholuck at the passage Some suppose the word to be derived from Battus, a king of Cyrene, who is said to have stuttered (Herodotus 4,155); others from Battus, an author of tedious and wordy poems; but comparing βατταρίζειν, which has the same meaning, and βάρβαρος (which see), it seems fax more probable that the word is onomatopoetic. (Simplicius, in Epictetus (ench. 30 at the end), p. 340, Schweigh edition.)

Greek Monotonic

βαττολογέω: μέλ. -ήσω (λόγος), μιλώ τραυλίζοντας, επαναλαμβάνω συνεχώς το ίδιο πράγμα, χαρακτηριστικό εκείνων που έχουν προβλήματα έκφρασης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[From Βάττος λόγος
to speak stammeringly, say the same thing over and over again, NTest.