νοστέω

Revision as of 18:40, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

English (LSJ)

A go or come home, return, ν. ἐς πατρίδα γαῖαν Od.1.290, Epic. ap. Plu.2.297b; ν. οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε, Il.4.103, 5.687, Od.1.83: c. acc., ν. Ἄργος, οἶκον, S.OC1386, E.IT534: pleon., ὀπίσω ν. Hdt.3.26; ν. πάλιν Ar.Av.1270: c. dat. modi, ν. κεινῇσι χερσί Hdt.1.73:—Med., νοστήσατο πάτρην Q.S.1.269.
2 abs., return safe, Il.10.247; return, ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν 2.253; κάλλιον ἂν… ἐνόστησ' ἀντιπάλων Pi.N.11.26, etc.
3 go or come, κεῖσε Od.4.619; δεῦρο E.Hel.474; γῆν τήνδε ib.891; εἰς ἐκκλησίαν Ar.Ach. 29.
4 c. acc. cogn., ὑπὸ γῆς νοστήσαντι πορείαν Pl.Ep.335c.
II (cf. νόστος II, νόστιμος II) ἐνόστησε τὸ ὕδωρ the water became drinkable, Paus.7.2.11.

French (Bailly abrégé)

νοστῶ :
ao. ἐνόστησα, pf. νενόστηκα;
1 revenir, retourner;
2 p. ext. venir chez qqn en revenant dans sa patrie.
Étymologie: νόστος.

German (Pape)

zurückkehren, heimkehren, zur Heimat gelangen; oft Hom., ἐς πατρίδα γαῖαν, auch οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε; εἰ νόστησ' Ὀδυσεὺς καὶ ὑπότροπος ἵκετο δῶμα, Od. 20.332; ἢ εὖ ἠὲ κακῶς, Il. 2.253; καὶ ἐκ πυρὸς αἰθομένοιο νοστήσαιμεν, 10.246, d.i. glücklich davonkommen; κάλλιον ἐνόστησε, Pind. N. 11.26; μήτε νοστῆσαί ποτε τὸ κοῖλον Ἄργος, nach Argos, Soph. O.C. 1388, wie οὔπω νενόστηκ' οἶκον, Eur. I.T. 534; πατρίδα, Hel. 1031; νοστήσαντά μιν εἰς τὰ οἰκία, Her. 1.122; ὀπίσω, 3.26; νοστεῖν πάλιν, Ar. Av. 1270; – aber εἰς ἐκκλησίαν νοστῶν ist = hingehend, Ach. 29, wie Plat. Ep. VII.335c πορείαν νοστεῖν gesagt ist; einzeln so bei Sp. – Qu.Sm. 1.269 braucht auch das med. νοστήσατο. – Paus. 7.2.11 ὡς δ' ἐνόστησε τὸ ὕδωρ καὶ οὐκέτι ἦν θάλαττα, als es süß und trinkbar wurde. Vgl. νόστιμος und νόστος am Ende.

Russian (Dvoretsky)

νοστέω:
1 возвращаться (οἴκαδε, ἐς πατρίδα γαῖαν Hom.; Ἄργος Soph.; οἶκον, γῆν Eur.; ὀπίσω Her.): ν. κεινῄσι χερσίν Her. вернуться с пустыми руками;
2 благополучно уходить, счастливо ускользать, aor. спастись (ἐκ πυρὸς αἰθομένοιο Hom.);
3 отправляться, идти (εἰς ἐκκλησίαν Arph.): ν. πορείαν Plat. совершать путешествие.

Greek (Liddell-Scott)

νοστέω: μέλλ. -ήσω, ὑπάγωὑποστρέφω εἰς τὸν οἶκόν μου, ἐπανέρχομαι, ἰδίως εἰς τὸν οἶκόν μου ἢ τὴν πατρίδα μου, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ν. ἐς πατρίδα γαῖαν· ὡσαύτως, ν. οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ν. Ἄργος, οἶκον Σοφ. Ο. Κ. 1386, Εὐρ. Ι. Τ. 554· πλεον., ὀπίσω νοστεῖν Ἡρόδ. 3. 26· πάλιν ν. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1270· μετὰ δοτ. τρόπου, ν. κεινῇσι χερσὶν Ἡρόδ. 1. 73· - τὸ μέσον εὕρηται μόνον παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 269. 2) ἐπανέρχομαι ἀσφαλῶς, διαφεύγω, Ἰλ. Κ. 247, πρβλ. Β. 253, Πινδ. Ν. 11. 32, κτλ. 3) ὑπάγωἐπανέρχομαι εἰς τὰ μέρη εἰς ἃ πάλαι ἐφοίτων, δεῦρο ν. Εὐρ. Ἑλ. 474· γῆν τήνδε αὐτόθι 891· εἰς ἐκκλησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 29· ἴδε Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Φιλ. 43. ΙΙ. ἐνόστησε τὸ ὕδωρ, κατέστη πότιμον καὶ εὐάρεστον, Παυσ. 7. 2, 11· πρβλ. νόστιμος ΙΙΙ, ἀλλὰ νῦν τὸ ἐνόστησε διωρθώθη πάνυ ἐπιτυχῶς εἰς ἐνόσησε, ἴδε νοσέω.

English (Autenrieth)

(νόστος), fut. νοστήσω, aor. νόστησα: return, often with the implication of a happy escape, Il. 10.247, Il. 17.239, κεῖσέ με νοστήσαντα, ‘when I came there on my way home,’ Od. 4.619, Od. 15.119.

English (Slater)

νοστέω return homewards παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων (N. 11.26)

Greek Monotonic

νοστέω: μέλ. -ήσω,
1. έρχομαι ή πηγαίνω πίσω, επιστρέφω, ιδίως στο σπίτι ή στην πατρίδα μου, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.
2. επιστρέφω ασφαλής, διαφεύγω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Middle Liddell

1. to come or go back, return, esp. to one's home or country, Hom., Soph., etc.
2. to return safe, to escape, Il., etc.

Mantoulidis Etymological

(=γυρίζω στήν πατρίδα). Ἀπό τό νόστος τοῦ νέομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.