μιαιφόνος

Revision as of 07:37, 19 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μιαιφόνον, (parox.) bloodthirsty, murderous, in Il. always epithet of Ares, 5.31, 455, 844, al.: coupled with θρασύχειρ, B.Scol.Oxy.5.1; μιαιφόνον μύσος = pollution of murder, taint of murder, E.Andr.335: c. gen., μιαιφόνος τέκνων = murderess of thy children, Id.Med.1346: Comp. μιαιφονώτερος Hdt.5.92.ά, E.Med.266: Sup. μιαιφονώτατος Id.Tr.881. Adv. μιαιφόνως Memn. 1.4: Sup. μιαιφονώτατα D.C.79.3.

German (Pape)

[Seite 182] mit Mordbesudelt, blutbefleckt; Ares, Il. 5, 31 u. öfter; ἄναλκις μᾶλλονμιαιφόνος, Aesch. Prom. 870; μιαιφόνοι γάμοι, Soph. El. 483; Achilleus, Eur. Hec. 24; Σφίγξ, Phoen. 1748, öfter; auch übertr., οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα, Med. 266; Κυψέλου μιαιφονώτερος, Her. 5, 92; dem ἀδικώτερον entsprechend, ibd.; Tim. Locr. 104 e; Xen. u. Folgde; – μιαιφονώτατα, D. C. 79, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
souillé d'un meurtre, homicide, meurtrier.
Étymologie: μιαίνω, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

μιαιφόνος:
1 обагренный кровью, запятнанный убийством (χεῖρες Eur.; γάμοι Soph.; ἐξώλης καί μ. Plut.): τέκνυιν μ. Eur. детоубийца;
2 кровожадный (Ἄρης Hom.; τυραννίς Her.).

Greek (Liddell-Scott)

μιαιφόνος: -ον, ὁ φόνοις μιαινόμενος, αἱμοχαρής, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ε. 31, 355, 844, κτλ.· ἐντεῦθεν, μεμιασμένος αἵματι, ἔνοχος αἵματος, Τραγ.· πρβλ. μίασμα· μετὰ γεν., τέκνων μιαιφόνε, μεμιασμένη διὰ τοῦ αἵματος τῶν τέκνων σου, Εὐρ. Μήδ. 1346. - Συγκρ. -ώτερος Ἡρόδ. 5. 92, 1, Εὐρ. Μήδ. 266· ὑπερθετ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 881. Ἐπίρρ. -ως, Μέμν. ἐν Φωτ. Βιβλ. 222· ὑπερθετ. -ώτατα, Δίων Κ. 79. 3.

English (Autenrieth)

blood-stained, epithet of Ares. (Il.)

Greek Monolingual

-ο(ν) (ΑΜ μιαιφόνος και μιηφόνος -ον)
ο μιασμένος από φόνο, ο ένοχος για φόνο
νεοελλ.
(και για ξίφος) φονικός, αιματοβαμμένος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαιφόνον
διάπραξη φόνου
αρχ.
1. (συν. ως επίθ. του θεού Αρη) αιμοχαρής, αιμοδιψής, δολοφονικός
2. αυτός που προκαλείται από φόνο («μιαιφόνου μύσος», Ευρ.).
επίρρ...
μιαιφόνως (Α)
με μιαιφόνο τρόπο, φονικά, δολοφονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -φόνος (< φόνος), πρβλ. μητροφόνος. Το -η- του τ. μιηφόνος οφείλεται πιθ. σε φωνητική εναλλαγή του -αι-].

Greek Monotonic

μιαιφόνος: -ον, στιγματισμένος από αίμα, αιμοδιψής, αιματηρός, σε Ομήρ. Ιλ.· μολυσμένος με αίμα, ένοχος αιματοχυσίας, φόνου, στους Τραγ.· με γεν., μιαιφόνος τέκνων, κηλιδωμένη με το αίμα των παιδιών σου, σε Ευρ.· συγκρ. -ώτερος, σε Ηρόδ., Ευρ.· υπερθ. -ώτατος, στον ίδ.

Middle Liddell

μιαι-φόνος, ον
blood-stained, bloody, Il.: defiled with blood, blood-guilty, Trag.; c. gen., μ. τέκνων stained with thy children's blood, Eur.:—comp. -ώτερος Hdt., Eur.; Sup. -ώτατος, Eur.

English (Woodhouse)

blood-guilty, blood guilty, defiled with blood, polluted with blood, tainted with blood, with blood

Mantoulidis Etymological

(=φονιάς). Ἀπό τό μιαίνω (=μολύνω) + φένω (=φονεύω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα μιαίνω.

Translations

murderess

Albanian: vrasëse; Arabic: ⁧قَاتِلَة⁩; Bulgarian: убийца; Chinese Mandarin: 女殺手/女杀手; Czech: vražedkyně; Danish: morderske; Dutch: moordenares, moordenaarster; Esperanto: murdintino; French: meurtrière; German: Mörderin; Greek: φόνισσα, δολοφόνισσα; Ancient Greek: ἀνδρολέτειρα, ἐργάτις φόνων, μιαιφόνος, μιηφόνος, σφάκτρια, φονεύς, φονεύτρια, φονός; Hebrew: ⁧רוצחת \ רוֹצַחַת⁩; Italian: assassina, omicida; Latin: interfectrix; Norwegian Bokmål: morderske; Nynorsk: morderske; Polish: morderczyni, zabójczyni; Portuguese: assassina; Russian: убийца, женщина-убийца; Slovak: vrahyňa; Spanish: asesina; Swedish: mörderska; Telugu: ఘాతిని, హంతకురాలు