στεφάνωμα

Revision as of 06:53, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which surrounds, crown, wreath, Thgn.1001; βωμῶν Pi.I.4 (3).62(80); μεγάλαιν θεοῖν ἀρχαῖον στεφάνωμα S.OC684 (lyr.); στεφάνωμα πύργων [the city's] coronal of towers, the encircling towers, Id.Ant.122 (lyr.).
2 a crown as the prize of victory, Pi.P.12.5; σελίνων Id.I. 2.15.
3 pl., the place where crowns or garlands were sold, Ar.Ec. 303(lyr.), Pherecr.2.
4 plants used for making garlands, Cratin. 150, Thphr. HP 6.6.1, cf. Ath.15.672f, Hsch.
II reward, honour, glory, πλούτου, Κυράνας, Pi.P.1.50, 9.4; παγκρατίου Id.I.4(3).44(62); παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, στεφάνωμα μόχθων as a reward for... E.HF355 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 940] τό, Umgebung; von den Ringmauern einer Stadt, στ. πύργων, Soph. Ant. 122. – Gew. Bekränzung, Kranz, Theogn. 994; bes. Ehren- oder Siegeskranz, παγκρατίου, Pind. I. 3, 62; πλούτου, P. 1, 50, u. öfter; auch übh. Preis, Lohn, Schmuck, Κυράνας, 9, 4; μεγάλαιν θεαῖν ἀρχαῖον στεφάνωμα, Soph. O. C. 690; vgl. Plut. Symp. 3, 1; auch στεφάνωμα μόχθων, Eur. Herc. Fur. 355.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enceinte : στεφάνωμα πύργων SOPH enceinte de tours.
Étymologie: στεφανόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεφάνωμα -ατος, τό [στεφανόω] krans; als prijs voor atleten; Pind.; overdr..; πύργων van torens Soph. Ant. 122; plur. τὰ στεφανώματα kransenmarkt. Aristoph. Eccl. 303. overdr. prijs, eerbewijs, onderscheiding, beloning.

Russian (Dvoretsky)

στεφάνωμα: ατος (φᾰ) τό
1 ограда, кольцо, круг (βωμῶν Pind.): σ. πύργων Soph. крепостные башни;
2 венок, венец (σελίνων Pind.);
3 досл. победный венок, перен. награда (παγκρατίου Pind.; μόχθων Eur.).

English (Slater)

στεφᾰνωμα (-ωμ(α) acc., -ώματα acc.) crown προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (N. 5.54) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων at the Isthmian Games (I. 2.15) Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκράτει παιδὶ Πυθαγγέλω στεφάνωμα ?fr. 333a. 7. met., τιμὰν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον (P. 1.50) γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας (P. 9.4) δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ, παγκρατίου στεφάνωμ' ἐπάξιον (I. 4.44) δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (v. νεόδματος) (I. 4.62)

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στεφανῶ, -ώνω
η τέλεση του μυστηρίου του γάμου, η στέψη, ο γάμος
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου
2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού
3. μτφ. α) αναγνώριση της αξίας κάποιου με υλική ή ηθική αμοιβή
β) τελική επισφράγιση, τελικό επιστέγασμα («ήταν το στεφάνωμα τών προσπαθειών μιας ολόκληρης ζωής»)
γ) επιβράβευση, επίσημη αναγνώριση τών προσπαθειών κάποιου
4. φρ. «καλά στεφανώματα» — λέγεται ως ευχή σε αρραβωνιασμένους
αρχ.
1. καθετί που περιβάλλει κάτι σαν στέφανοςστεφάνωμα πύργων» — περιτείχισμα πόλης, Σοφ.)
2. στέφανος, στέμμα
3. στεφάνι ως βραβείο νίκης και, γενικά, ως ανταμοιβή
4. δόξα, τιμή
5. στον πληθ. τὰ στεφανώματα
α) τόπος πώλησης στεφάνων ή στεμμάτων
β) φυτά χρήσιμα για την κατασκευή στεφάνων ή στεμμάτων.

Greek Monotonic

στεφάνωμα: [ᾰ], -ατος, τό,
1. αυτό που περικλείει, που περιβάλλει, που περιστέφει στέμμα ή στεφάνι, σε Θέογν., Πίνδ.· στεφάνωμα πύργων, πύργοι που περιβάλλουν, που στεφανώνουν την πόλη, η κορωνίδα των πύργων, σε Σοφ.
2. στεφάνι ως έπαθλο νίκης, σε Πίνδ.
3. τιμή, δόξα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

στεφάνωμα: [ᾰ], τό, τὸ περιβάλλον, περικυκλοῦν, στέμμα, στέφανος, Θεόγν. 995· βωμῶν Πινδ. Ι. 4. 106· μεγάλαιν θαῖν ἀρχαῖον στ. Σοφ. Ο. Κ. 684· στ. πύργων, οἱ πύργοι τῆς πόλεως οἱ περιστέφοντες αυτήν, Σοφ. Ἀντ. 122, πρβλ. Ο. Κ. 14. 2) στέφανος ὡς βραβεῖον νίκης, Πινδ. Π. 12. 9· σελίνων Ι. 2. 22. 3) ἐν τῷ πληθ., ὁ τόπος ἔνθα στέφανοι ἐπωλοῦντο, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 503, Φέρεκρ. Ἀγ. 2. 4) ἐπὶ φυτῶν ὦν ἐγἰνετο χρῆσις εἰς κατασκευὴν στεφάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6. 1, πρβλ. Ἀθήν. 672Α, F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἀνταμοιβή, κόσμημα, τιμή, δόξα, πλούτου, Κυράνας Πινδ. Π. 1. 96., 9. 5, πρβλ. Ι. 4 (3). 76· παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, στ. μόχθων, ὡς ἀμοιβή, ἀνταπόδοσις.., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 355.

Middle Liddell

1. that which surrounds, a crown or wreath, Theogn., Pind.; στ. πύργων [the city's] coronal of towers, Soph.
2. a crown as the prize of victory, Pind.
3. an honour, glory, Pind.