νόμος

Revision as of 12:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

ὁ, (νέμω)

   A that which is in habitual practice, use or possession, not in Hom. (cf. J.Ap.2.15), though read by Zenod. in Od.1.3.    I usage, custom, [Μοῦσαι] μέλπονται πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνά Hes.Th.66; ν. ἀρχαῖος ἄριστος Id.Fr.221; ἔνθα ν. (sc. ἐστί) c. inf., where it is the custom... Alc.Supp.25.5; ν. πάντων βασιλεύς custom is lord of all, Pi.Fr.169.1; ν. δεσπότης Hdt.7.104, Pl. Lg.715d; ν. τύραννος τῶν ἀνθρώπων Id.Prt.337d; ἴησις ὀθονίοισι κατὰ τὸν ν. τὸν ἀρθριτικόν Hp.Art.18; ὡς νόμος Id.Mochl.37: hence, law, ordinance, τόνδε . . ν. διέταξε Κρονίων . . θηρσὶ . . ἐσθέμεν ἀλλήλους Hes. Op.276; τρέφονται πάντες οἱ ἀνθρώπειοι ν. ὑπὸ τοῦ θείου Heraclit. 114; ἄφθογγον εἶναι τὸν παλαμναῖον ν. [ἐστί] A.Eu.448; ν. κάλλιστον ἐξευρόντα, πειθαρχεῖν πατρί S.Tr.1177; ν. κοινός, = ὀρθὸς λόγος, Zeno Stoic.1.43: pl., ἔργων . . ὧν νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες S.OT865 (lyr.); νεοχμοῖς ν. Ζεὺς κρατύνει A.Pr.150 (lyr.).    b in VT, of the law of God, ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ LXXPs.1.2, al., cf. Is.2.3; νόμον ὃν ἐνετείλατο ὑμῖν Μωϋσῆς ib.De.33.4; so in NT, ὁ ν. Μωϋσέως Ev.Luc.2.22, etc.; but also ὁ ν. τοῦ Χριστοῦ Ep.Gal.6.2; ὁ ν. τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς, opp. ὁ ν. τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, Ep.Rom.8.2; ν. τέλειος ὁ τῆς ἐλευθερίας Ep.Jac.1.25.    c with Preps., κατὰ νόμον according to custom or law, Hes.Th.417, Hdt.1.61, etc.; κὰν νόμον Pi.O.8.78; οἱ κατὰ ν. ὄντες θεοί the established deities, Pl.Lg.904a; κατὰ νόμους A.Supp.241; παρὰ νόμον contrary to... Id.Eu.171 (lyr.); παρὰ τοὺς τῆς φύσεως ν. Pl.Ti.83e; ἐν Πανελλάνων νόμῳ Pi.I.2.38; ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ by the law of Adrastus, i.e. at the Nemean games, Id.N.10.28: esp. in dat. νόμῳ by custom, conventionally, opp. φύσει, Hdt. 4.39, Philol.9, Arist.EN1094b16, etc.; ν. γλυκύ, ν. πικρόν, Democr.9; εἰ μή τις λέγοι ν. ὁρᾶν καὶ τὰς λεγομένας ποιότητας μὴ ἐν τοῖς ὑποκειμένοις εἶναι Plot.4.4.29; ὅσον νόμου χάριν just for form's sake, Diph.43.14, Arist.Metaph.1076a27.    d statute, ordinance made by authority, [Σόλων] νόμους ἔθηκεν ἄλλους, τοῖς δὲ Δράκοντος θεσμοῖς ἐπαύσαντο χρώμενοι πλὴν τῶν φονικῶν Id.Ath.7.1 (but τὸν Δράκοντος ν. τὸν περὶ τοῦ φόνου IG12.115.5), etc.; νόμον τιθέναι, τίθεσθαι, v. τίθημι; βασιλικὸς ν. OGI483.1 (Pergam., ii A.D.), Ep.Jac.2.8: freq. of general laws, opp. ψηφίσματα (special decrees), Pl.Tht.173d, etc.; ὅταν τὰ ψηφίσματα κύρια ᾖ ἀλλὰ μὴ ὁ ν. Arist.Pol.1292a7: generally, law, ἄνευ ὀρέξεως νοῦς ὁ ν. ἐστίν ib. 1287a32; ἄγραφος ν. Lex ap. And.1.85, etc.; opp. γεγραμμένος, Arist.Rh.1373b6; ν. ἴδιος, opp. κοινός, ib.4; ὁ ν. freq. as subject, οἱ ν. διδόασι τιμωρίας D.18.12; ὧν ὁ ν. ἀγορεύει Inscr.Magn. 92b16 (ii B.C.); μὴ ὁ ν. κρίνει τὸν ἄνθρωπον ἐὰν μὴ ἀκούσῃ πρῶτον; Ev.Jo.7.51.    e c. gen. rei, οὗτός τοι πεδίων πέλεται ν. Hes.Op.388; Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις Pi.P.1.62; τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα ν. Id.N.3.55; ν. ἐμβολῆς καὶ διορθώσιος Hp.Mochl.38; ὁ ν. τοῦ κριοῦ, τοῦ ἀνδρός, τῶν ἐρανιστῶν, LXXLe.6.31 (7.1), Ep.Rom.7.2, SIG 1198.14 (Arcesine, iii B.C.); ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι to come to blows, into action, Hdt.9.48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσθαι, περιπεσεῖν, die in action, Id.8.89, Plb.1.57.8; μεταλλάξαι τὸν βίον ἐν χ. ν. Id.3.63.5, cf. 3.116.9; Ἀσδρούβας . . ἐν χ. ν. κατέστρεψε τὸν βίον Id.11.2.1; τοὺς μὲν ἐν χ. ν. διέφθειρε Id.1.82.2; τοὺς ἐν χ. ν. τὰς πολιτείας καταλύοντας by 'direct action', Aeschin.1.5; but κτεῖναι ἐν ταῖς πολεμικαῖς ἐξόδοις ἐν χειρὸς νόμῳ under martial law, Arist.Pol.1285a10; τῷ τοῦ πολέμου νόμῳ κτησάμενος Aeschin.2.33.    2 Νόμος personified, οἱ θεοὶ σθένουσι χὡ κείνων κρατῶν N. E.Hec.800, cf. Orph.Fr.105, 160.    II melody, strain, οἶδα δ' ὀρνίχων νόμως πάντων Alcm.67; ν. ἵππιος Pi.O. 1.101; Ἀπόλλων ἁγεῖτο παντοίων ν. Id.N.5.25; ν. πολεμικοί Th.5.69; ἐπηλάλαξαν Ἀραὶ τὸν ὀξὺν ν. A.Th.952 (lyr.); κρεκτοὶ ν. S.Fr. 463, cf. AP9.584: metaph., τοὺς Ἅιδου ν. S.Fr.861.    2 esp. a type of early melody created by Terpander for the lyre as an accompaniment to Epic texts, ν. ὄρθιος Hdt.1.24; ν. Βοιώτιος S.Fr.966; ν. κιθαρῳδικοί Ar.Ra.1282, cf. Pl.Lg.700d, Arist.Po.1447b26, Pr.918b13, etc.; also for the flute, ν. αὐλῳδικός Plu.2.1132d; without sung text, ν. αὐλητικός ib.1133d, cf. 138b, Poll.4.79; later, composition including both words and melody, e.g. Tim.Pers.    III = νοῦμμος (q. v.), Epich.136, Sophr.162, Inscr.Délos407.21 (ii B.C.); ν. σηστέρτιοι, = Lat. nummi sestertii, Inscr.Prien.41.13 (ii B.C.).    IV Archit., course of masonry, IG12(2).11.17 (Mytil.).

German (Pape)

[Seite 262] ὁ, eigtl. das Zugetheilte, was Einer in Gebrauch genommen, Gebrauch, Herkommen und das dadurch gesetzlich Gewordene, Gesetz, Verordnung; als Lesart Zenodots Odyss. 1, 3, πολλῶν δ' ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω, s. Scholl.; Hes. O. 278. 390 Th. 66. 417; ἐν θεῶν νόμοις Pind. P. 2, 43, öfter; νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς κρατύνει, Aesch. Prom. 150; νόμῳ πόλεως, Suppl. 383; Δίκη ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις, Soph. O. C. 1384; οἳ τούσδ' ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους, Ant. 448; νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους 477, öfter; übh. Vorschrift, Regel, φύλασσε πρῶτα μὲν νόμον τὸ μή 'πιθυμεῖν περισσὰ δρᾶν, Tr. 613; πειθαρχεῖν τοῖς δεδογμένοις νόμοις, Ar. Eccl. 762. Die Alten leiteten νόμος, das Gesetz, von νέμειν ab, a suum cuique tribuendo, Cic. Legg. 1, 19. Κατὰ νόμους, den Gesetzen gemäß, Aesch. Suppl. 385; u. so in Prosa überall, οἱ κατὰ νόμον θεοί, Plat. Legg. X, 904 a, vgl. III, 684 a, wie παρὰ νόμον, wider das Gesetz, Aesch. Eum. 164; Plat. Tim. 83 e u. Folgde. In Athen hießen bes. Solon's Gesetze νόμοι, vgl. θεσμός, u. die folgenden durch Volksbeschluß zum Gesetz erhobenen Bestimmungen; νόμοι καθεστῶτες, Ar. Nubb. 1382; κείμενος, Ran. 760; über die in Prosa gew. Verbindungen νόμον τίθεσθαι, λύειν u. ä. s. diese Verba; ὁ περὶ τὸν ἔρωτα νόμος, Plat. Conv. 182 a; er setzt oft φύσει – νόμῳ einander entgegen, Prot. 337 c Menex. 245 d; vgl. Her. 4, 39 u. Arist. eth. 1, 3. – Sitte, Brauch; κατὰ νόμους ἀφικτόρων, Aesch. Suppl. 217; Κισσίας νόμοις πολεμιστρίας, Ch. 418; Soph. Ai. 544; Pind. vrbdt φαρμάκων μαλακόχειρα νόμον, N. 3, 53, der Gebrauch der mit weicher Hand aufzulegenden Heilmittel; – oft bei Her., ἐμίσγετό οἱ ού κατὰ νόμον, 1, 61; ἐξαπατᾶν τοὺς εὖ ποιεῦντας νόμος ἐστί οἱ, 1, 90, öfter; ὁ τῶν Σκυθῶν νόμος, der Scythen Brauch, Plat. Legg. VII, 795 a; νόμῳ καὶ ἔθει, Crat. 384 d; τετράποδος νόμον, v. l. νόμῳ, Phaedr. 250 e; Sp., οὐ γάρ τοι θήρεσσι νόμος, Opp. Cyn. 3, 151; sprichwörtlich νόμος καὶ χώρα, ländlich, sittlich, Zenob. 5, 25; – χειρῶν νόμος, Faust- od. Gewaltrecht, Kriegsrecht, ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι, d. i. handgemein werden, Her. 9, 48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσθαι, 8, 89; ἐν χειρῶν νόμῳ καταφθείρεσθαι, μεταλλάξαι u. ä. oft Pol. (vgl. χείρ). – In der musikalischen Kunstsprache bedeutet νόμος im Allgemeinen die Tonweise, Harmonie; νόμοι ᾠδῆς, H. h. Apoll. 20; ἐπηλάλαξαν Ἀραὶ τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 935; ὀρθίοις ἐν νόμοις, Ag. 1124, wie Ar. Equ. 1276; κρεκτὸν γοήτων νόμον μεθήσομεν πόλει, Ch. 809; Ar. Pax 1160; νόμοι κιθαρῳδικοί, Ran. 1280; Ὀλύμπου, Equ. 9, öfter; ὥςπερ τοῦ τῆς Αθηναίας νόμου προαύλιον, Plat. Crat. 417 e; κιθαρῳδικῆς ᾠδῆς λεγομένων νόμων προοίμια, Legg. IV, 722 d; πολεμικοί, Thuc. 5, 69; καὶ ἅμα ἐχόρευον νόμῳ τινὶ ᾄδοντες, Xen. An. 5, 4, 17; Sp., wie Pol. 4, 20, 9; Arist. probl. 19, 28; nach Schol. Ar. Equ. 9 bes. οἱ εἰς θεοὺς ὕμνοι. Bes. hieß so eine mit dem Dithyrambus verwandte alte Liederart, die zur Cither od. Flöte einer Gottheit, bes. dem Apollo zu Ehren angestimmt wurde.

Greek (Liddell-Scott)

νόμος: (νέμω) κυρίως πᾶν ὅ,τι ἔχει ἀπονεμηθῇ ἢ δοθῇ κατ’ ἀναλογίαν, πᾶν ὅ, τι κατέχει τις ἢ μεταχειρίζεται, πρῶτον πάρ’ Ἡσ. (ὅτι ἡ λέξις δὲν ὑπῆρχε παρ’ Ὁμήρ. ἦν γνωστὸν τῷ Ἰωσήπῳ κατὰ Ἀπ. 2. 15, 3)· - ἐντεῦθεν, 1) χρῆσις, συνήθεια, καὶ πᾶν ὅ,τι ἕνεκα τούτων γίνεται νόμος, Λατ. institutum, Μοῦσαι... μέλπονται· πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνὰ Ἡσ. Θ. 66· νόμος πάντων βασιλεύς, ἡ συνήθεια, τὸ ἔθιμον εἶναι τὸ ἀνώτατον πάντων, Πίνδ. παρ’ Ἡροδ. 3. 38, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 337D· τόνδε.. νόμον διέταξε Κρονίων... θηρσί... ἐσθέμεν ἀλλήλους Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 274· ἄφθογγον εἶναι τὸν παλαμναῖον νόμος [ἐστι] Αἰσχύλ. Εὐμ. 448· νόμον κάλλιστον ἐξευρόντα, πειθαρχεῖν πατρὶ Σοφ. Τρ. 1177· - μετὰ προθέσ., κατὰ νόμον, κατ’ ἔθος, ἢ νόμον, Ἡσ. Θ. 417, Ἡρόδ. 1. 61, καὶ Ἀττ. ποιητ., κὰν νόμον Πινδ. Ο. 8. 103· οἱ κατὰ ν. ὄντες θεοί, οἱ καθιερωμένοι, νόμιμοι θεοί, Πλάτ. Νόμ. 904Α· οὕτω, κατὰ νόμους Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 241· - παρὰ νόμον, νόμους, ἐναντίον τῶν νόμων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 164, Πλάτ. Τίμ. 83Ε, κτλ.· - ἐν Πανελλάνων νόμῳ, κατὰ συνήθειαν τῶν..., Πινδ. Ι. 2. 56· ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ, κατὰ τὴν Ἀδράστειον νομοθέτησιν, δηλ. ἐν Νεμέᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 52, πρβλ. 8 ἐν τέλ.· - οὕτω κατὰ δοτ. νόμῳ, κατ’ ἔθος, κατὰ συνθήκην, κατὰ κοινὴν συναίνεσιν, ἀντίθ. τῷ φύσει, Ἡρόδ. 4. 39, Ἀριστ. 1. 3, 2, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 231Ε· - ὅσον νόμου χάριν, Λατ. dicis causâ, χάριν τοῦ τύπου, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 14. β) ἐν Ἀθήναις νόμοι ἐκαλοῦντο κυρίως οἱ τοῦ Σόλωνος· οἱ δὲ τοῦ Δράκοντος ὠνομάζοντο θεσμοὶ (τὸ παρ’ Ὁμήρῳ θέμιστες)· ἀκολούθως καθόλου πᾶς νόμος, ἀπόφασις, διαταγή, (ἴδε ἐν λ. ψήφισμα)· νόμον τιθέναι καὶ τίθεσθαι, ἴδε ἐν λ. τίθημι Α. ΙΙΙ. 2. 2) ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., οὗτός τοι πεδίων πέλεται νόμος, «οὗτος τῆς γεωργίας νόμος ἐστὶν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 120, Ν. 3. 96· ἔργων..., ὧν νόμοι πρόκεινται Σοφ. Ο. Τ. 865· - ἐν χειρῶν νόμῳ, διὰ τοῦ νόμου τῆς ἰσχύος, διὰ τῆς βίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν δίκης νόμῳ· - ἐν χειρῶν νόμῳ διαφθείρεσθαι, ἀπόλλυσθαι ἢ πίπτειν, ἀποθνήσκειν ἐν τῇ συμπλοκῇ, ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 8. 89, καὶ συχν. παρὰ Πολυβ.· ἐν χειρὸς νόμῳ, ἐν πραγματικῷ πολέμῳ, κατὰ τὸν νόμον τοῦ πολέμου, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 4· ὡσαύτως ἐς χειρῶν νόμων ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι εἰς χεῖρας, Ἡρόδ. 9. 48. ΙΙ. μουσικὸς ῥυθμός, ἦχος, Αἰσχύλ. Πρ. 575, Θήβ. 954, Χο. 823, Πλάτ., κτλ.· νόμοι κιθαρῳδικοὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1282· ἀηδόνιος ν. αὐτόθι 684. 2) ἰδίως παλαιὸν εἶδος ᾆσματος ἢ ᾠδῆς συγγενὲς τῷ διθυράμβῳ καὶ ἄνευ τινὸς ἀντιστροφῆς, Ἀριστ. Προβλ. 19. 15, πρβλ. Πλούτ. 2. 1133D κἑξ.· ἀλλ’ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διθυραμβικά, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 13· ᾔδετο τὸ τοιοῦτον ᾆσμα κατ’ ἰδιαίτερον τρόπον πρὸς λύραν ἢ αὐλὸν πρὸς τιμὴν θεοῦ τινος, συνήθως τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἡρόδ. 1. 24, ἴδε ἐν λ. ὄρθιος ΙΙ. 2)· οὕτω, νόμος ἵππειος Πινδ. Ο. 1. 163· ὁ Βοιώτιος ν. Σοφ. Ἀποσπ. 858· νόμοι πολεμικοί, μέλη πολεμ., Θουκ. 5. 69· μεταφ., θροεῖς τοὺς Ἅιδου ν. Σοφ. Ἀποσπ. 407. ΙΙΙ. = νοῦμμος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. usage, coutume : κατὰ νόμον HDT selon l’usage, d’après la coutume ; γυναικεῖος νόμος ESCHL la coutume des femmes;
II. p. suite :
1 opinion générale, maxime ; règle de conduite;
2 usage, coutume ayant force de loi, loi : νόμῳ ATT d’après la loi ; νόμῳ καὶ δίκῃ ATT d’après la loi et le droit ; ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι HDT en venir aux mains;
3 t. de mus. mode musical en parl. des cinq modes phrygien, lydien, ionien, éolien et dorien ; air, chant : νόμος ὀξὺς ὄρθιος ESCHL mélodie qui se chante sur un ton élevé.
Étymologie: DELG νέμω.

English (Slater)

νόμος (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)
   1
   a custom, tradition ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον (O. 8.78) πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (P. 1.62) οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις (sc. Κένταυρον) (P. 2.43) Ἀσκλαπιόν· τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον (v. l. νομόν) (N. 3.55) (ἔνεπεν αὐτόν) γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ σεμνὸν αἰνήσειν νόμον (νόμον, νομόν Σ: δόμον, γάμον codd.) (N. 1.72) τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις Ἀδραστείῳ νόμῳ (N. 10.28) ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ (I. 2.38)
   b political tradition, regime ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.86) ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες (P. 10.70)
   c tune, melody ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή (v. [Plut.], περὶ μουσικῆς, § 7) (O. 1.101) ἀλλά νιν εὑροῖσ (Ἀθάνα) ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.23) φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (N. 5.25) νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον fr. 35c.
   2 pro pers., Custom Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων (“wenns die Menschen für gerecht erklären, wird auch die Gewalttat gerechtfertigt” Wil., 462: contra, Treu, Rh. M., 1963, 193ff.: v. Ostwald, H. S. C. P., 1965, 109ff.) fr. 169. 1.

English (Slater)

νόμος (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)
   1
   a custom, tradition ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον (O. 8.78) πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (P. 1.62) οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις (sc. Κένταυρον) (P. 2.43) Ἀσκλαπιόν· τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον (v. l. νομόν) (N. 3.55) (ἔνεπεν αὐτόν) γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ σεμνὸν αἰνήσειν νόμον (νόμον, νομόν Σ: δόμον, γάμον codd.) (N. 1.72) τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις Ἀδραστείῳ νόμῳ (N. 10.28) ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ (I. 2.38)
   b political tradition, regime ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.86) ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες (P. 10.70)
   c tune, melody ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή (v. [Plut.], περὶ μουσικῆς, § 7) (O. 1.101) ἀλλά νιν εὑροῖσ (Ἀθάνα) ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.23) φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (N. 5.25) νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον fr. 35c.
   2 pro pers., Custom Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων (“wenns die Menschen für gerecht erklären, wird auch die Gewalttat gerechtfertigt” Wil., 462: contra, Treu, Rh. M., 1963, 193ff.: v. Ostwald, H. S. C. P., 1965, 109ff.) fr. 169. 1.