βαθύς

Revision as of 12:08, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

βαθεῖα Ion. βαθέᾰ, βαθύ; fem.

   A βαθύς Call.Del.37, Eratosth. 8; gen. βαθέος, βαθείας Ion. βαθέης: dat. βαθέϊ, βαθείῃ Ion. βαθέῃ: Comp. βαθύτερος, poet. βαθίων [ῑ Att., ῐ Theoc.5.43], Dor. βάσσων (q. v.): Sup. βαθύτατος, poet. βάθιστος:—deep or high, acc. to one's position, Hom., etc.; βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς a court within a high fence, Il.5.142, cf. Od.9.239; ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης the deep, i.e. wide, shore, Il.2.92; τάφρος 7.341, al.; κρατήρ S.Fr.563; κύλικες Id. Aj.1200 (lyr.); βαθὺ πτῶμα a fall from a high rock, A.Supp.796; πλευρὰ βαθυτάτη (vulg. βαρυτάτη), of an athlete, Ar.V.1193; of a line of battle, βαθύτεραι φάλαγγες X.Lac.11.6, cf. HG2.4.34; β. τομή, πληγή, a deep cut, Plu.2.131a, Luc.Nigr.35.    2 deep or thick in substance, of a mist, ἠέρα βαθεῖαν Il.21.7, cf. Od.9.144; of sand, ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587; ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32; of ploughed land, νειοῖο βαθείης Il.10.353; β. γῆ, opp. to stony ground, E.Andr.637, Thphr.CP1.18.1; of luxuriant growth, deep, thick, of woods, etc., βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555; βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415; βαθὺ λήϊον 2.147, Thgn.107; τοῦ ληΐου τὸ . . βαθύτατον Hdt.5.92.ζ; λειμών A.Pr.652; σῖτος X.HG3.2.17; χλόα E.Hipp.1139 (lyr.); χαίτη, τρίχες, πώγων, Semon.7.66, X.Cyn.4.8, Luc.Pisc.41.    b deep, of colour, PHolm.21.9: Comp., Ael.VH6.6, Lyd.Mag.2.13, πορφύριον -ύτερον PLond.3.899.4 (ii A. D.).    3 of quality, strong, violent, βαθείῃ λαίλαπι Il.11.306.    b generally, copious, abundant, β. κλᾶρος Pi.O.13.62; β. ἀνήρ a rich man, X.Oec.11.10; β. οἶκος Call. Cer.113; β. πλοῦτος Ael.VH3.18, Jul.Or.2.82b; β. χρέος deep debt, Pi.O.10(11).8; στεφάνων β. τέρψις S.Aj.1200 (lyr.); β. κλέος Pi.O. 7.53; κίνδυνος Id.P.4.207; β. ὕπνος deep sleep, Theoc.8.65, AP7.170, cf. Luc.DMar.2.3; εἰρήνη Id.Tox.36; σιωπή App.Mith.99, BC4.109 (Sup.).    4 of the mind, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε β. in the depths of his soul, Il.19.125; but also, profound, φρήν Pi.N.4.8; φροντίς A. Supp.407; μέριμνα Pi.O.2.60; βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος A.Th.593; μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ β. Eup.336; βαθύτερα ἤθη more sedate natures, Pl.Lg.930a (but, more recondite, i.e. civilized, manners, Hdt.4.95): of persons, deep, wise, β. τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. 27.4; ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9; also, deep, crafty, Men.1001; ἦθος Ph. 2.468.    5 of time, β. ὄρθρος dim twilight, Ar.V.216, Pl.Cri. 43a, etc.; β. νύξ a late hour in the night, Luc.Asin.34; περὶ ἑσπέραν β. Plu.2.179e, cf. Paus.4.18.3; βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu.514; β. γῆρας cj. in AP7.163 (Leon.), cf. Eun.VSp.457 B., al.; β. ὥρα ἔτους Charito 1.7.    II Adv. -έως Theoc.8.66; profoundly, Procl.in Prm.p.475 S.: Sup. βαθύτατα, γηρῶν Ael.VH2.36. (bṇqu/s, cf. βένθος.)

German (Pape)

[Seite 425] εῖα, ύ, tief, hoch, zunächst von der räumlichen Ausdehnung, von Hom. an überall; auch wie bei uns von der der Front entgegenstehenden Ausdehnung, φάλαγξ, eine tiefe Schlachtordnung, Xen. Hell. 2, 4, 24. 4, 2, 7; Pol. 1, 33 u. Folgde; ähnlich werden erkl. βαθέα ἄγκεα, Il. 20, 490, tief sich hinein erstreckende Thäler, auch αὐλή 5, 142; ἠιών 2, 92. Von tiefen Wnnden, πληγή Luc. Nigr. 35; τομή Plut. san. tu. p. 393. Uebertr., a) anknüpfend an ἄμαθος βαθεῖα, tiefer Sand, Il. 5, 587, drückt es alles Roichliche aus, dicht, dick; νειὸς βαθεῖα 10, 353, mit einer dicken Schicht Fruchterde, also fruchtbar; vgl. β. γῆ Eur. Andr. 637; χώρα Plut. Caes. 39; λήιον Il. 11, 560 u. öfter, wie Hes. Th. 107, was erklärt wird ὑψηλοὺς καὶ εὐτραφεῖς ἔχον στάχυας; ὕλη Il. 5, 555; λειμών Aesch. Prom. 665; χλόα Eur. Hipp. 1138; σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ, hohes Getreide, Xen. Hell. 3, 2, 17; ποία Add. ep. 3 (VI, 228); τρίχες Xen. Cyn. 7, 8; πώγων Luc. Pisc. 41; κλῆρος, reich, Pind. Ol. 13, 60; ἄνδρες, reiche Leute, Xen. Oec. 11, 10; οἶκος Callim. Cer. 114; πλοῦτος Ael. V. H. 3, 18; Μίδεω βάθιον πλουτεῖν, reicher als Midas sein, Tyrt. 3, 6; βαθὺ χρέος, tiefe Schuld, Pind. Ol. 6, 3; κλέος, reicher, großer Ruhm, Pind. Ol. 7, 53; βαθὺ ἐσθλόν, tiefgegründetes Glück, 12, 12. – b) von Zeitbestimmungen, ὄρθρος, hoher Morgen, Plat. Crit. 43 a; Ar. Vesp. 216 u. Sp.; νύξ, tiefe Nacht, Luc. Asin. 34; ἑσπέρα Paus. 4, 18, 3; γῆρας, spätes Alter, Leon. Tar. 71 (VII, 163); vgl. Ar. Nub. 512 προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας. – c) auf den Geist übertr., klug, weise, ernst, wie unser Geistestiefe, φρήν Il. 19, 125; Pind. N. 4, 8; μέριμνα Ol. 2, 60; φροντίς, μηχανή. Aesch. Suppl. 402. 934; ἤθεα βαθύτερα Her. 4. 95, wie Plat. Legg. XI, 930 a, ernstere Sitten; βαθὺς τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. Ath. IX, 377 (v. 59); so Sp., βαθεῖς ταῖς ψυχαῖς Pol. 6, 24; τὴν παιδείαν βαθύς Luc. Salt. 81; Suid. erkl. βαθύς durch πονηρός aus Men. – d) folgende Uebertragungen schließen sich auch mehr od. weniger ans Deutsche an: λαῖλαψ, heftiger Sturm, Il. 11, 306; ἀήρ, dicke Luft, Od. 9, 144; κίνδυνος Pind. P. 4, 207; τέρψις Soph. Ai. 1179; ἀνάπνευσις Plat. Tim. 92 a; ὕπνος Luc. D. mar. 2, 3; σιγή Tox. 36; εἰρήνη Posid. 18 (VII 170); χρόα, tiefdunkel, Ael. N. A. 3. 17. – Compar. βαθύτερος, p. auch βαθίων; bei Theocr. 5, 43 ist in βάθιον ι kurz; dor. βάσσων, Epicharm.; Superl. βαθ ύτατος u. p. βάθιστος. – Adv. βαθέως, z. B. κοιμᾶσθαι Theocr. 8, 66.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύς: εῖα (Ἰων. βαθέᾰ), ύ· θηλ. βαθὺς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 384, Καλλ. εἰς Δῆλ. 37· γεν. βαθέος, είας (Ἰων. –έης): δοτ. βαθέϊ, -είῃ (Ἰων. –έῃ): -συγκρ. βαθύτερος, ποιητ. βαθίων (ῑ Ἀττ., ῐ Θεόκρ. 5. 43), Δωρ. βάσσων (ἃ ἴδε): -ὑπερθ. βαθύτατος, ποιητ. βάθιστος. (Ἐκ τῆς √ ΒΑΘ παράγονται καὶ τὰ βάθος, βένθος (πρβλ. πάθος, πένθος), βυθός, βυσσός, βῆσσα· πρβλ. Σανσκρ. gâh (λούομαι), gahanas (βαθύς), κτλ.· περὶ τῆς ἀντιστοιχίας ταύτης μεταξὺ τοῦ β καὶ γ ἴδε ἐν ἄρθρ. Β, β ΙΙ.). Βαθὺς ἢ ὑψηλὸς κατὰ τὴν θέσιν τοῦ θεωροῦντος, ὡς τὸ Λατ. altus, Ὅμ., κ.λ.· βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς, αὐλῆς εὑρισκομένης ἐν τῷ μέσῳ ὑψηλοῦ περιτειχίσματος, Ἰλ. Ε. 142, πρβλ. Ὀδ. Ι. 239· ἠιόνος προπάροιθε βαθείης, ἐκτεταμένης ἀκτῆς, Ἰλ. Β. 92· τάφρος Ἰλ. Η. 341 κ. ἀλλ.· κρατὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 149· βαθὺ πτῶμα, πτῶσις ἐξ ὑψηλοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 796· πλευρὰ βαθυτάτη (κοινῶς βαρυτάτη) ἐπὶ ἀθλητοῦ, Ἀριστοφ. Σφηκ. 1193· παρὰ πεζοῖς ἐπὶ γραμμῆς στρατοῦ, β. φάλαγξ Ξεν. Λακ. 11, 6· β. τομή, πληγή, βαθεῖα, εἰς βάθους γινομένη, Πλούτ. 2. 231A, Λουκ. Νιγρ. 35· τὰ βαθέα τοῦ πόντου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 1· ἐν τοῖς βαθέσι ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 6. 14, 11 (ἀλλαχοῦ γράφεται βάθεσι ἐκ τοῦ βάθος). 2) τὴν σύστασιν, πυκνός, ἐπὶ ὀμίχλης, ἠέρα βαθεῖαν Ἰλ. Φ. 7, πρβλ. Ὀδ. Ι. 144· ἐπὶ ἄμμου, ἀμάθοιο βαθείης Ἰλ. Ε. 587· ἐπὶ ἠροτριωμένης γῆς, νειοῖο βαθείης Κ. 353· β. γῆ, ἐναντίον πρὸς τὸ πετρῶδες ἔδαφος, Εὐρ. Ἀνδρ. 657, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 18, 1· πρβλ.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
1 profond, creux : βαθὺ πτῶμα ESCHL chute profonde, càd d’un rocher élevé;
2 qui s’étend en profondeur, càd sur un espace allongé : βαθεῖα φάλαγξ XÉN ligne de bataille profonde;
3 qui s’étend en épaisseur, épais, profond : ἀὴρ βαθύς vapeur ou nuée épaisse ; βαθεῖα λαῖλαψ IL épais tourbillon d’orage ; ἄμαθος βαθεῖα IL sable épais ou profond ; γῆ βαθεῖα EUR terre épaisse, sol riche ; βαθὺ λήϊον IL moisson abondante ; λειμὼν βαθύς ESCHL prairie luxuriante ; fig. βαθύς πλοῦτος ÉL fortune opulente ; φρὴν βαθεῖα IL, ESCHL esprit profond, càd grave, réfléchi (p. opp. à superficiel, léger, etc.) ; βαθέα ἤθεα HDT caractère profond, càd grave, réfléchi;
4 en parl. de couleur sombre;
5 en parl. de la durée qui est au fond, càd à l’extrémité ou dans son plein : βαθὺς ὄρθρος PLAT point du jour extrême, càd tout à fait le point du jour;
Cp. βαθύτερος, poét. βαθίων ; Sp. βαθύτατος, poét. βάθιστος.
Étymologie: R. Βαθ, être profond ; cf. βάθος.

English (Autenrieth)

εῖα, ύ, gen. βαθείης and βαθέης, acc. βαθεῖαν and βαθέην, sup. βάθιστος: deep; αὐλή, deep as regards its high environments, Il. 5.142, Od. 9.239; similarly ἠιών, or, as others interpret, ‘deep-bayed,’ Il. 2.92; naturally w. Τάρταρος, λήιον, ὕλη, ἆήρ, λαῖλαψ, etc.; met., τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν, ‘in the depths’ of his heart, altamente, Il. 19.125.

English (Slater)

βᾰθῠς (-ύν: -εῖα, -είας, -εῖαν: -ύ nom., acc.)
   1 lit., deep ἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα (P. 1.24) βαθὺν πόντον περάσαις (P. 3.76) ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων (βαθείας Bergk e Σ.) (P. 5.88) ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (N. 4.36) “ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.44)
   2 met.
   a profound βαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν (O. 2.54) ἦν δὲ κλέος βαθύ pr. (O. 7.52) ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος (O. 10.8) βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας (O. 10.37) ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ (O. 12.12) ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν (P. 4.207) ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας i. e. from the depths of his soul (N. 4.8)
   b rich τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν (O. 13.62) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20.
   3 n. sing., pro adv. ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (codd.: βαθὺν Bergk: βυθοῖ Wil.: in the depths ) (P. 2.79)
   4 frag. β]αθὺν δὲ δινῃ[ (supp. Lobel) fr. 51f.
   c

Spanish (DGE)

(βᾰθύς) -εῖα, -ύ

• Alolema(s): fem. -είη Il.10.353; -έα Il.5.142, Hdt.7.23

• Morfología: [tal vez -θύς, -θύ c. dos terminaciones h.Cer.383, Call.Del.37, Eratosth.8; dat. plu. fem. -είῃσιν Il.21.239; compar. dór. βάσσων Epich.203, neutr. βάθιον Theoc.5.43, cf. EM 191.8; sup. βάθιστος Il.8.14, βαθύτατος Hdt.5.92.]
A Ihondo, profundo
a) del agua εἰς ἅλα ἆλτο βαθεῖαν Il.1.532, cf. 13.44, Stesich.8.1S., B.17.62, πόντος Hes.Op.635 (var.), Archil.163.1, Thgn.10, 511, ἐς βαθεῖαν ... πόντου πλάκα Pi.P.1.24, ἐν δίνῃσι βαθείῃσιν Il.21.239, cf. Od.6.116, ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν τύπτετε Od.12.214, ἄχναν ... βαθεῖαν παριόντος κύματος Simon.38.14, ὕδωρ Democr.B 172, ποταμός Plb.16.17.7, φρέαρ Pythag.Ep.2.3, Eu.Io.4.11, Διρκαῖος ... πόρος E.Ph.730, cf. Tim.15.112, Lyc.983;
b) de excavaciones, abismos τάφρος Il.7.341, 440, 8.336, κάπετος Il.15.356, X.Cyr.7.5.9, Call.l.c., Plb.1.42.7, Aen.Tact.37.1, διῶρυξ Hdt.1.75, Τάρταρος Il.8.481, Pi.Fr.52d.44, βέρεθρον Il.8.14, βαθέ' ἄγκεα profundos barrancos, Il.20.490, χάραδρα X.An.5.2.3, Plb.10.30.2, κρημνοί Plb.5.8.1, τόποι Pl.Phd.111c, ἄντρον Ar.Pax 223, βαθύ πτῶμα caída al abismo A.Supp.796;
c) de cortes, hendiduras ἄλοκα τραύματος E.Rh.796, τμῆμα Pl.Grg.476c, τομή Plu.2.131a, πληγή Luc.Nigr.35
fig. βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος A.Th.593
en la frente de los perros διακρίσεις X.Cyn.4.1;
d) de recipientes hondo, ahondado κύλικες S.Ai.1199, cf. BGU 781.2.10 (I d.C.);
e) neutr. como adv. μὴ βάθιον ... ταφείης (sent. obsc.) Theoc.5.43
subst. τὰ βαθέα las profundidades del mar, Arist.Mete.351a12, HA 592a27, τὰ βαθέα τοῦ Σατανᾶ los abismos de Satanás, Apoc.2.24.
2 fisiológico y psicológico o intelectual profundo, hondo τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν dolor agudo le golpeó en lo mas hondo, Il.19.125, βαθείῃ σῇ φρενὶ βουλεύσας reflexionas en lo mas profundo de tu mente Thgn.1051, cf. Pi.N.4.8, Hp.Ep.17, μέριμνα Pi.O.2.54, φροντίς A.Supp.407
del sueño, el silencio ὕπνος Theoc.8.65, Arist.Pr.876a24, LXX Si.22.9, AP 7.177 (Phaenn.), Luc.DMar.2.3, I.AI 5.148, Gal.17(2).176, ἐν τῷ βαθυτάτῳ τῆς ἡσυχίας Epicur. en Plu.2.778c, σιωπή App.Mith.99, BC 4.109, de la muerte AP 7.170
del intelecto y el aprendizaje λόγος Heraclit.B 45, Aristeas 143, θεωρία D.H.Comp.20 (p.88), βαθεῖαν ... σοφίας ὁδόν Pi.Fr.52h.20, μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ βαθύ Eup.366, παιδεία Luc.Salt.81
del lenguaje profundo, original Epiph.Const.Haer.26.1.
II 1ahincado, afincado βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς salta fuera (el león) desde el afincado redil, Il.4.142, cf. Od.9.239.
2 que llega hondo, que forma una capa gruesa, abundoso βαθεῖα δὲ κάππεσε τέφρη debajo habían caído abundantes cenizas, Il.23.251, τύχε γάρ ῥ' ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587, de la tierra de labor νειοῖο βαθείης Il.10.353, 18.547, gener. γῆ E.Andr.637, Thphr.CP 1.18.1, σάρξ en ciertas zonas de la cabeza, Hp.VC 2, ὁ κηρός του ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Tht.194c, cf. Plot.4.4.13.
3 fig. firme, asentado, sólido κλέος Pi.O.7.52, por su riqueza κλᾶρος Pi.O.13.62, οἶκος Call.Cer.113, cf. Philostr.VS 496, 610, πλοῦτος Ael.VH 3.18, Philostr.VS 540, Amph.Seleuc.222, Iul.Or.3.82b, εἰρήνη LXX 4Ma.3.20, 1Ep.Clem.2.2, Luc.Tox.36, Origenes Io.6.1
en sent. peyor. profundo, hasta el fondo, hasta el final φθόρος B.15.61, cf. Pi.O.10.37, κίνδυνος Pi.P.4.207, χρέος Pi.O.10.8, βριμώσεις Phld.Ir.fr.8.9, λιμός Luc.Phal.28, φενάκη Luc.DMeretr.11.3, cf. Men.Fr.830
de pers. y su carácter arraigado, firme, inconmovible ἤθεα Hdt.4.95, Pl.Lg.930a, Ph.2.468, βαθεῖς τε καὶ ἐρρωμένους ἄνδρας X.Oec.11.10, c. dat. de rel. βαθεῖς ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9, 21.7.5, βαθὺς τῇ φύσει στρατηγός Posidipp.29.4, cf. Eus.DE 3.5.77.
B c. ref. horizontal
I 1de mucho fondo, que se adentra, pronunciado, sinuoso βαθὺν κατὰ κόλπον Il.2.560, A.R.4.290, ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης ἐστιχόωντο Il.2.92, ἐκβάντε δ' ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32, cf. Lyc.192.
2 de mucho fondo, alargado, amplio πλευρά Ar.V.1193, X.Eq.1.12, φύλλον μικρὸν βαθύτερον una hoja un poco más alargada Plb.12.2.2
geog. αὐτῆς (Εὐρώπης) τὸ μὲν ... βαθύτερον μέρος Plb.3.37.8.
3 milit. dispuesto o construido en profundidad (πόλις) πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλῃμένη (ciudad) encerrada en la gruesa fábrica de sus muros A.Supp.956, φάλαγγες X.Lac.11.6, HG 2.4.34, cf. Plb.1.33.10.
II 1profundo, espeso, denso
a) del bosque y maleza βαθείης ἐκ ξυλόχοιο (sale la fiera) de lo más profundo de la maleza, Il.11.415, 21.573, ὕλη Il.16.766, 20.491, βαθείης τάρφεσιν ὕλης en la maleza del bosque denso, Il.5.555, βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316;
b) de la niebla y accidentes atmosféricos denso, cerrado ἠέρα τύψε βαθεῖαν Il.20.446, cf. 21.7, h.Cer.383, ἀὴρ γὰρ περὶ νηυσὶ βαθεῖ' ἦν Od.9.144, βαθ[ὺν ἀ] έρα τάμνων Ibyc.223(a).7S., cf. Q.S.6.645
del huracán λαῖψαν Il.11.306, del éter, B.3.85, 5.16, E.Fr.978.3;
c) de la mies, hierba, etc. apretado, espeso λήϊον Il.2.147, 11.560, Od.9.134, Hes.Sc.288, Thgn.107, λειμών A.Pr.652, ποίη Hdt.4.53, χλοή E.Hipp.1139;
d) del pelo denso, crecido χαίτη Semon.8.66, πώγων Luc.Pisc.41, (τρίχες) ὀρθαί, βαθεῖαι de perros y anim., X.Cyn.4.8, Arist.HA 518b32.
2 del color intenso πορφύριον PLond.899.4 (II d.C.), cf. PHolm.117, Ael.VH 6.6, Lyd.Mag.2.13.
3 de la respiración de los seres acuáticos pesada, densa θολερὰ καὶ βαθεῖα ... ἀνάπνευσις op. λεπτὴ καὶ καθαρά la de los que viven del aire, Pl.Ti.92b.
C c. ref. temporal avanzado ὄρθρος Ar.V.216, Pl.Cri.43a, ἑσπέρα Luc.Gall.8, PLips.40.2.10 (IV d.C.), cf. Charito 1.7.6, Plu.2.179e, Eu.Luc.24.1, Paus.4.18.3, γῆρας AP 7.163 (Leon.), Philostr.VS 515, 578, Eun.VS 457, Synes.Ep.9 (p.29), subst. εἰς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu.514, neutr. plu. como adv. βαθύτατα γηρῶν Ael.VH 2.36.
D adv. -έως
1 profundamente κατορύξας β. Hp.Fract.13
fig. κοιμᾶσθαι Theoc.8.66, cf. Plu.Cat.Mi.27, 2.800f, Gal.17(2).176, Procl.in Prm.622
del significado de la Sagrada Escritura, Epiph.Const.Haer.77.36.
2 asentadamente, tranquilamente ἤνεγκας Iul.Ep.30 (cód.).

• Etimología: Etim. dud. Las formas βαθύς y βένθος tendrían el vocalismo antiguo (*--/*-em-), mientras que βάθος sería secundario. Algunos lo rel. c. βάπτω de *gm̥bh-/*gembh- ‘profundo’ c. disim. de oclusiva. Cf. c. otro vocalismo anord. kvefja ‘hundirse en el agua’.