πέραν

Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

Ion. and Ep. πέρην, Adv.

   A on the other side, across, in early Poets always c. gen., esp. of water, νήσων αἳ ναίουσι π. ἁλός Il.2.626; πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε π. ἁλός 24.752 (never in Od.); π. κλυτοῦ Ὠκεανοῖο Hes.Th.215; π. Χάεος ζοφεροῖο ib.814; π. πόντοιο Pi.N.5.21; τὰ π. τοῦ Ἴστρου Hdt.5.9; πόντου π. τραφεῖσαν A.Ag.1200; πολιοῦ π. πόντου S.Ant.334 (lyr.); π. τοῦ Ἑλλησπόντου, τοῦ ποταμοῦ, Th.2.67, X. An.4.3.3; π. Ἕβρον is corrupt in E.HF386 (leg. Ἕβρου).    2 abs., on the other side, esp. of water, προσορμίζεσθαι . . π. ἐν τῇ Ῥηναίῃ Hdt. 6.97; π. εἶναι X.An.2.4.20, 3.5.12, etc.; π. γενέσθαι ib.6.5.22.    3 with Verbs of motion, folld. by εἰς, over or across to... π. ἐς τὴν Ἀχαιίην διέπεμψαν Hdt.8.36; π. εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι X.An.7.2.2; διαπλεύσαντες π. τῆς Ἀκαρνανίας ἐς Οἰνιάδας Th.1.111; also without εἰς, ἐκ Θάσου διαβαλόντες π. having crossed over (sc. ἐς τὴν ἤπειρον), Hdt.6.44.    4 freq. c. Art., διαβιβάζεσθαι εἰς τὸ π. τοῦ ποταμοῦ X.An. 3.5.2 ; διέβη εἰς τὸ π. Id.HG1.3.17; ἐν τῷ π. Id.An.4.3.11; τὰ π. things done on the opposite side, ib.4.3.24; τὰ π. πράγματα, opp. τὰ ἐπὶ τάδε, Plb.3.97.5; οἱ π. those on the other side, Plu.Mar.23; ἡ ὄχθη ἡ π. Arr.An.5.10.2.    II over against, opposite, c. gen., π. ἱερῆς Εὐβοίης Il.2.535: freq. in Paus., 2.22.2, 5.15.8,al.    III less freq. = πέρα (A), beyond, c. gen., π. Νείλοιο παγᾶν Pi.I.6(5).23; π. γε πόντου καὶ τόπων Ἀτλαντικῶν E.Hipp.1053, cf. Alc.585 (lyr.), Supp.676.    IV right through, καῦσις [ἔστω] μὴ πέρην Hp.Mochl.37; ἐς τὸ π. Id.Art. 11.—π. c. gen. usu. precedes its case, but follows it in A.l.c., Paus. 5.15.8. (Cf.πέρα (B).)

German (Pape)

[Seite 562] ion. u. ep. πέρην, adv., 1) jenseits, gew. jenseits des Wassers, des Meeres, gegenüber; ναίουσι πέρην ἱερῆς Εὐβοίης, Il. 2, 535; πέρην ἁλός, 626. 24, 752; πέραν κλυτοῦ Ὠκεανοῖο, Hes. Th. 215. 274. 294; πέραν πόντοιο, Pind. N. 5, 21; πέραν Νείλοιο παγᾶν, I. 5, 22; πόντου, Χαλκίδος πέραν, Aesch. Ag. 183. 1173; πολιοῦ πέραν πόντου χωρεῖ, Soph. Ant. 334; ἐπεὶ πέραν περῶσ' οἵδε δή, O. C. 889; ὑψικόμων πέραν βαίνουσ' ἐλατᾶν, Eur. Alc. 588, der es auch mit dem acc. verbindet, πέραν Ἕβρον, Herc. Fur. 386; u. in Prosa: οὐ πρὸς τὴν νῆσον προσορμίζεσθαι, ἀλλὰ πέρην ἐν τῇ Ῥηνέῃ, Her. 6, 97; τέκνα πέρην εἰς τὴν Ἀχαιΐην διέπεμψαν, sie schickten sie über das Meer nach Achaja, 8, 36; ἐκ Θάσου διαβαλόντες πέρην, 6, 44; πορευθῆναι πέραν τοῦ Ἑλλησπόντου, Thuc. 2, 67; ἡ πέραν γῆ 3, 91 ist οἱ κωλύσοντες πέραν πολλοὶ ἱππεῖς, auf dem jenseitigen Ufer, Xen. An. 3, 5, 12; ἐν τῷ πέραν γίγνεσθαι, 4, 3, 29 u. öfter; πέραν εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι, 7, 2, 2; auch c. gen., πέραν τοῦ ποταμοῦ, 4, 3, 3, u. öfter, u. Folgde; διαβιβάζειν εἰς τὸ πέραν, Pol. 2, 32, 9. – Auch von jedem andern Zwischenraume, πέρην χάεος, Hes. Th. 814. – 2) seltener = π έρα, darüber hinaus, vgl. die aus Pind. I. 5, 22 angeführte Stelle; Eur. Hipp. 1053 Alc. 588. – Ueber den Unterschied beider Wörter vgl. Buttmann Lexil. II p. 25 u. Herm. absolute Casus eines nicht mehr vorkommenden Substantivs πέρα, = πεῖραρ, πέρας, Ende, vgl. πείρω, περαίνω, πέραθεν. – Περῶν ist Aesch. Prom. 572 fälschlich für den gen. plur. angesehen, es ist partic. von περάω, und Suppl. 259 ist die alte Lesart ἐκ πέρας Ναυπακτίας, die der Schol. ἐκ πέρατος erklärt, längst geändert.

Greek (Liddell-Scott)

πέρᾱν: Ἰων. καὶ Ἐπικ. πέρην, ἐπίρρ., εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, ἀντιπέραν, Λατ. trans, παρὰ τοῖς παλαιτάτοις τῶν ποιητῶν ἀείποτε μετὰ γεν., μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς ὑπάρξεως ποταμοῦ ἢ θαλάσσης κτλ. μεταξύ, νήσων αἳ νέουσι πέρην ἁλὸς Ἰλ. Β. 626· πέρνασχ’ ὅντιν ἕλεσκε π. ἁλὸς Ω. 752 (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.)· πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο Ἡσ. Θ. 215· πέρην Χάεος ζοφεροῖο αὐτόθι 814· πέραν πόντοιο Πίνδ. Ν. 5. 39· τὰ πέρην τοῦ Ἴστρου Ἡρόδ. 5. 9· οὕτω παρ’ Ἀττ., πόντου πέραν τραφεῖσαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1200· πολιοῦ π. πόντου Σοφ. Ἀντ. 334· π. τοῦ Ἑλλησπόντου, τοῦ ποταμοῦ Θουκ. 2. 67, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 3, 3· - μετ’ αἰτιατ., πέραν Ἕβρον Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 386, ἔνθα περῶν ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδορφ. 2) ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἄλλου μέρους μάλιστα τοῦ ὕδατος, κτλ., προσορμίζεσαι.. πέρην ἐν τῇ Ῥηνέῃ Ἡρόδ. 6. 97· πέραν εἶναι Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 20., 3, 12, κτλ.· πέραν γενέσθαι αὐτόθι 6. 5, 22. 3) μετὰ ῥημάτων κινήσεως ὅτε ἀκολουθεῖται ὑπὸ τῆς προθέσ. εἰς, ἀπέναντι εἰς.., πέρην ἐς τὴν Ἀχαιίην διέπεμψαν Ἡρόδ. 8. 36· πέραν εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 2· ὡσαύτως ἄνευ τῆς προθέσεως εἰς, ἐκ Θάσου διαβαλόντες πέρην, μεταβάντες ἀπέναντι (δηλ. εἰς τὴν ἤπειρον), Ἡρόδ. 6. 44· διαπλεύσαντες π. Θουκ. 1. 111. 4) συχνάκις μετὰ τοῦ ἄρθρου, διαβιβάζειν εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Ἀνάβ. 3. 5, 2· εἰς τὸ π. διαπλέειν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 3, 17· ἐν τῷ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 4. 3, 11· - τὰ πέραν, τὰ πραττόμενα ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ὄχθης, αὐτόθι 4. 3, 24· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπὶ τάδε, Πολύβ. 3. 97, 5· - ἡ πέραν γῆ Θουκ. 3. 91. - Παθητ., ἡ χώρα ἡ ἀμέσως μετὰ τὰ σύνορα, ἡ χώρα τῶν συνόρων, ἴδε Arnold ἐν τόπῳ· οἱ ἐπὶ τοῦ ἀπέναντι μέρους, Πλουτ. Μάρ. 23· ἡ ὄχθη ἡ π. Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 10. ΙΙ. κατέναντι, ἀπέναντι, μετὰ γεν., πέρην ἱερῆς Εὐβοίης Ἰλ. Β. 535· καὶ ἐνταῦθα ὡς πρὸς τὸ ὕδωρ τὸ μεταξὺ κείμενον (ἴδε ἐν τέλει), ἂν καὶ ἡ ἔννοια αὕτη ὅλως ἐξέλιπεν ἐν τῷ Παυσ., ὅστις συχν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, 2. 22, 2., 5. 15, 8, κτλ.· - ἀπολ. παρ’ Ἡροδ. 6. 97. ΙΙΙ. σπανιώτερον = πέρα, περαιτέρω, μετὰ γενικ., π. Νείλοιο παγᾶν Πινδ. Ι. 6 (5). 33· π. γε πόντου τερμόνων τ’ Ἀτλαντικῶν Εὐρ. Ἱππ. 1053, πρβλ. Ἄλκ. 585, Ἱκέτ. 676. IV. διὰ μέσου, «πέρα καὶ πέρα», καῦσις [ἔστω] μὴ πέρην Ἱππ. Μοχλ. 862. - Ὅταν τὸ πέραν συντάσσηται μετὰ γενικ., συνήθως προγεῖται αὐτῆς, ἀλλὰ παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ παρὰ Παυσ. ἔπεται. Τὴν διαφορὰν μεταξὺ τοῦ πέραν καὶ πέρα ὁρίζει ὁ Buttm. (Lexil. ἐν λέξ.), ὅστις παραβάλλει τὸ πέρα πρὸς τὸ Λατ. ultra, τὸ δὲ πέραν πρὸς τὸ Λατιν. trans, ὧν τὸ μὲν δεύτερον δηλοῖ κυρίως τὸ μεσολαβοῦν διάστημα, τὸ δὲ πρῶτον τὰ δύο σημεῖα ἢ τοὺς δύο τόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων παρεμπίπτει τι. Ἀναμφιβόλως εἶναι δοτ. καὶ αἰτιατ. ἀρχαίου οὐσιαστ. πέρα, ἡ, = ἡ περαία, ἡ ἔναντι χώρα, ἐξ οὗ ἔχομεν γενικὴν παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 262, ἐκ πέρας Ναυπακτίας, καὶ αἰτιατ. ἐν Ἀγ. 190, Χαλκίδος πέραν ἔχων, τὴν ἔναντι τῆς Χαλκίδος παραλίαν (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. περάω Α.). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 246, 250-253.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
I. au delà de, de l’autre côté ; avec un gén. au delà de, de l’autre côté de : τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ XÉN la région opposée du fleuve ; ἡ πέραν γῆ THC la terre opposée ; τὸ πέραν XÉN le rivage situé de l’autre côté, la rive opposée ; τὰ πέραν XÉN ce qui se passe sur la rive opposée ; οἱ πέραν PLUT ceux de l’autre côté, de la région opposée;
II. p. suite :
1 vis-à-vis ; avec le gén. vis-à-vis de;
2 au delà de, plus loin que, gén..
Étymologie: acc. de πέρα.

English (Slater)

πέραν
   a overly, overmuch εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον (N. 7.75)
   b prep. c. gen., beyond, over καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί (N. 5.21) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ψπερβορέους (I. 6.23) πέραν Ἀ[θόω] (Pae. 2.61)
   c emphasising διά, πέραν ἰσθμὸν διαβαίς right across fr. 140a. 65 (39).

English (Strong)

apparently accusative case of an obsolete derivative of peiro (to "pierce"); through (as adverb or preposition), i.e. across: beyond, farther (other) side, over.