χώνω

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

χῶ, -όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν
καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τον έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τον βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.)
νεοελλ.
1. μπήγω κάτι στο έδαφος
2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή κάτω από κάτι άλλο, καταχωνιάζω («έχωσε τα βιβλία της στο ντουλάπι»)
3. βυθίζω, μπάζω μέσα (α. «του έχωσε το μαχαίρι στην καρδιά» β. «έχωσε τα χέρια του τις τσέπες»)
4. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, καβαλώ
5. αποκρύπτω, αποσιωπώ («και μη μπορώντας την κουρφήν αγάπη μπλιο να χώνη», Ερωτόκρ.)
6. μτφ. α) φυλακίζω («τον έχωσαν μέσα»)
β) τοποθετώ κάπου, διορίζω («τον έχωσε σε μια καλή δουλειά»)
7. μέσ. χώνομαι
α) εισδύω, τρυπώνω («η γάτα χώθηκε κάτω από την ντουλάπα»)
β) κρύβομαι («χώθηκε στη σπηλιά για να μην τον πιάσουν οι εχθροί»)
8. φρ. α) «χώνει τη μύτη [ή την ουρά] του παντού» ή «χώνεται παντού»
i) παρεμβαίνει απρόσκλητος, αναμιγνύεται στις υποθέσεις τών άλλων
ii) είναι πολύ περίεργος
β) «χώθηκε στα χρέη ώς τον λαιμό» — καταχρεώθηκε
9. παροιμ. «χώνει βήσαλα, βγάζει καρβέλια» — λέγεται για κάποιον που ευνοείται από την τύχη
αρχ.
1. σχηματίζω σωρό από χώμα («τύμβον τε χῶσον κἀπίθες μνημεῑά μοι», Ευρ.)
2. φράζω, αποκλείω με σωρό από χώμα («τοὺς λιμένας ἔχωσαν», Αισχίν.)
3. παθ. α) (συν. για θαλάσσια έκταση) μετατρέπομαι σε χέρσα γη με τη συσσώρευση χώματος («πορθμού χωσθέντος», Εμπ.)
β) χτίζομαι, οικοδομούμαι πάνω σε λόφους ή πάνω σε χωμάτινους σωρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἔχωσα του αρχ. χώνννμι, κατά το σχήμα ζώννυμι: έζωσα: ζώνω (για ετυμολ. βλ. λ. χώννυμι)].