ευαγγέλιο
Greek Monolingual
και βαγγέλιο, το (ΑΜ εὐαγγέλιον)
1. κάθε ένα από τα τέσσερα βιβλία στα οποία εξιστορείται ο βίος και η διδασκαλία του Χριστού («το κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον, κατά Λουκάν, κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον»)
2. η περικοπή ενός από τα τέσσερα Ευαγγέλια, η οποία διαβάζεται στο βήμα του ναού από τον ιερέα, κατά την Ιερά Ακολουθία μετά τον Απόστολο
3. φρ. α) «τα απόκρυφα Ευαγγέλια» — τα κείμενα που φέρονται ως βιβλία της Καινής Διαθήκης και τα οποία γράφηκαν κατ' απομίμηση τών κανονικών Ευαγγελίων, έχουν ψευδείς επιγραφές επιφανών εκκλησιαστικών ονομάτων (όπως το καθ' Εβραίους Ευαγγέλιον, το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, το Εβιωνιτικόν ή τών Δώδεκα αποστόλων κ.ά.) και σώζονται κυρίως σε αποσπάσματα
β) «χαράς ευαγγέλια» — ευχάριστη είδηση
νεοελλ.
1. κάθε κήρυγμα που υπόσχεται τη σωτηρία και την ευτυχία του κόσμου («το ευαγγέλιο της κοινωνικής ισότητας»)
2. φρ. α) «αλλουνού παπά βαγγέλιο» — έργο που ανήκει στην αρμοδιότητα κάποιου άλλου
β) «τα Δώδεκα Ευαγγέλια» — οι δώδεκα ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται κατά τον εσπερινό της Μεγάλης Πέμπτης
αρχ.
1. καλή, ευχάριστη αγγελία, χαρμόσυνη είδηση
2. αμοιβή, δώρο για καλή αγγελία, σε αυτόν που έφερνε καλές ειδήσεις
3. στον πληθ. εὐαγγέλια
ευχαριστήρια θυσία για χαρμόσυνο άγγελμα («εὐαγγέλια θύειν», Ξεν.)
4. η χαρμόσυνη είδηση της σωτηρίας της ανθρωπότητας με την έλευση του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευαγγέλιον προήλθε από το ευάγγελος «άγγελος καλών ειδήσεων», απ' όπου παρήχθησαν και τα ευαγγελία, ευαγγελίζομαι, ευαγγελώ. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χριστιανικές λέξεις, η λ. ευαγγέλιον είναι πολύ παλαιότερη ελληνική λέξη. Απαντά ήδη στον Όμηρο και σήμαινε αρχικώς «τα συχαρίκια», τα χρήματα που δίνονταν ως δώρο στον «ευάγγελο» για τις καλές ειδήσεις που έφερνε: Στο ξ της Οδύσσειας ο Οδυσσεύς αναγγέλλει (ξ 152-153) «ὡς νεῖται Ὀδυσσεύς
εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω, / αὐτίκ' ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ' ἵκηται» («πίσω ο Οδυσσέας θά 'ρθει
και δώσε μου τα συχαρίκια τότε / που θα τον δεις φτασμένο σπίτι του να μπαίνει», μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Στην κλασική Ελληνική η λ. κατά πληθ. δήλωνε σταθερά «τα καλά μαντάτα», για τα οποία μάλιστα γίνονταν και ειδικές θυσίες. Με την εξειδικευμένη χριστιανική σημ. η λ. απαντά αργότερα
πρβλ. Επιστ. προς Γαλάτας, όπου γράφει ο απόστολος Παύλος: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τέλος, ο νεώτερος τ. βαγγέλιο προήλθε με σίγηση του προτονικού φωνήεντος ε- (πρβλ. επάνω > πάνω, ευρίσκω > βρίσκω)].