εὐάγωγος

English (LSJ)

εὐάγωγον,
A easily led, ductile, ἐπί τι, εἴς τι, τινι πρός τι, Pl.R.486d, X. Oec.12.15, Arist.Pol. 1327b38; πρὸς πᾶν Plb.11.29.9; εἰς ἀκολασίαν S.E.M.6.34; τινι by a master, Pl.Lg.671b; πόλις εὐαγωγοτέρα ὑπὸ τῶν τυχόντων Isoc.Ep.2.15; εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν = every man in love is compliant Men.352.
2 easily purged, εὐαγωγότατος χυμός Gal.15.78.
II metaph., easily managed, of the Nile, Isoc. 11.13; of horses, docile, Poll.1.195; of the voice, easily trained, Id.2.117; δακτύλων τὸ εὐάγωγον, of a statue, Luc.Im.6; of land, easily cultivated, Str.5.3.12; commodious, ἐνδιαιτήσεις Ph.1.334.
III Adv. εὐαγώγως = in an accommodating spirit, Cic.Att.13.23.3.

German (Pape)

[Seite 1055] 1l leicht zu führen, zu leiten, gelehrig, εὐάγωγοι τῷ δυναμένῳ παιδεύειν Plat. Legg. II, 671 b; διάνοιαν ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος ἰδέαν ἑκάστου τὸ αὐτοφυὲς εὐάγωγον παρέξει Rep. VI, 486 e; εἰς τὴν τούτων ἐπιμέλειαν Xen. Oec. 12, 15; πρὸς τὴν ἀρετήν Arist. pol. 7, 6; πρὸς τὸ ψεῦδος Luc. Philops. 23; a. Sp. – 21 bequem zur Zufuhr, Kommunikation, Νεῖλος Isocr. 11, 13. – 31 bequem zum Wohnen, gesund, Strab. V, 3 p. 178. – Adv., Cic. ad Att. 13, 23, auf bequeme Art.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à conduire, qui se laisse conduire ; abs. docile ; enclin : ἐπί τι, εἴς τι à qch;
2 qui procure des communications faciles (le Nil).
Étymologie: εὖ, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

εὐάγωγος: (ᾰ)
1 податливый, легко подчиняющийся, повинующийся, послушный, покорный (φύσις Men., Plut.; τινι Plat.; εὐ. ὑπό τινος Isocr.);
2 легко склоняемый или направляемый (ἐπί τι Plat., εἴς τι Xen., Sext. и πρός τι Arst.);
3 удобный для судоходства (Νεῖλος Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγωγος: -ον, (ἀγωγὴ) εὐκόλως ἀγόμενος, ὁδηγούμενος, ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι Πλάτ. Πολ. 486Ε., Ξεν. Οἰκ. 12, 15, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 4· εὐαγώγους ξυμβαίνειν τινὶ Πλάτ. Νομ. 671Β· ὑπό τινος Ἰσοκρ. 409D· καὶ φύσει πως εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνήρ ἐρῶν ἔνθα τὸ ευ εἶναι βραχύ Μένανδρ. ἐν «Ναυκλήρῳ» 4. ΙΙ. χρήσιμος, παρέχων εὐκολίας εἰς τὸ ἐμπόριον, ἐπὶ Νείλου, Ἰσοκρ. 224Α (ἔνθα ὁ Blass ἐξέδωκεν εὐαγωγός)· ἐπὶ ἵππου, «εὐάγωγος, εὐήνιος» Πολυδ. Α΄, 195· τῶν δακτύλων τὸ εὐάγωγον Λουκ. Εἰκόνες 6: - ἐπὶ τόπου, εὐχάριστος πρὸς διαμονήν, Στράβων 178. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., γως, εὐκόλως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 23, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐάγωγος, -ον)
αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής
νεοελλ.
1. αυτός που πείθεται εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο
η ιδιότητα του ευαγώγου, του ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή
3. αυτός που έχει καλή και επιμελημένη αγωγή, ο καλοαναθρεμμένος
αρχ.
1. (για ίππο) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα
2. αυτός που εύκολα αποχωρεί από το σώμα («εὐαγωγότατος χυμός», Γαλ.)
3. (για τον Νείλο) ο χρήσιμος, αυτός που παρέχει ευκολίες στο εμπόριο
4. (για φωνή) αυτός που σύρεται εύκολα
5. (για άγαλμα) αυτός που έχει καλή, ευάρεστη μορφή
6. (για έδαφος ή για αγρό) α) αυτός που καλλιεργείται εύκολα
β) αυτός που είναι ευχάριστος για διαμονή
7. άνετος, βολικός («εὐάγωγοι ἐνδιαιτήσεις», Φίλ.).
επίρρ...
εὐαγώγως (Α)
1. με πνεύμα διευκολύνσεως ή συμβιβασμού
2. ευαγώς (βλ. ευαγής I).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγωγος (< άγω), πρβλ. δυσ-άγωγος. Το ρ. ευάγω είναι πολύ μεταγενέστερο].

Greek Monotonic

εὐάγωγος: -ον (ἀγωγή), αυτός που εκπαιδεύεται εύκολα, καθοδηγούμενος, ευμεταχείριστος, ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-άγωγος, ον ἀγωγή
easy to lead, easily led, ductile, ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι Plat., Xen.

English (Woodhouse)

docile