ζήτηση
Greek Monolingual
η (AM ζήτησις)
ζητώ
η ενέργεια για ανεύρεση, η αναζήτηση
νεοελλ.
1. (για προϊόντα, εμπορεύματα, εταιρικές μετοχές κ.λπ.) η προθυμία για αγορά αυτών που προσφέρονται για πώληση, η ευχερής και με καλές τιμές πώληση, η ζωηρή αγοραστική κίνηση («υπάρχει μεγάλη ζήτηση σταφυλιών»)
2. φρ. α) «ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης» — ο κανόνας κατά τον οποίο όσο αυξάνεται η κατανάλωση και γενικά η αγοραστική διάθεση κάποιου προϊόντος, τόσο ευρύνεται και εντείνεται η παραγωγή του και το αντίστροφο, φαινόμενο που έχει επιπτώσεις και στις τιμές του
β. (για γραμμ. που πρέπει να εξοφληθεί) «σε πρώτη ζήτηση» — απαίτηση για άμεση καταβολή από τον υπόχρεο
νεοελλ.-μσν.
1. απαίτηση, αξίωση
2. αμφισβήτηση, διεκδίκηση
μσν.
1. ερώτηση
2. αίτημα, επιθυμία, παράκληση
μσν.-αρχ.
1. δράση για έρευνα («ζήτησιν ἐποιέετο τῶν νεῶν» — ερευνούσε τα πλοία, Ηρόδ.)
2. (για περιουσιακό δικαίωμα) διένεξη
αρχ.
1. (φιλοσ.) η επίμονη και προσεκτική πνευματική έρευνα για διευκρίνηση κάποιου ζητήματος, η εξήγηση ή αιτιολογία φαινομένου («περί τε τῆς τοῦ παντὸς φύσεως ζήτησιν ἔδοσαv», Πλάτ.)
2. (στην Αθήνα) δικαστική ανάκριση ή έρευνα από τους ζητητές σε σχέση με αδικήματα που επιδιώκουν ή επιφέρουν κλονισμό στο πολίτευμα ή παρακώλυση της ομαλής λειτουργίας τών κρατικών υπηρεσιών.