μορμώ

English (LSJ)

μορμόος, contr. μορμοῦς, also μορμών, μορμόνος, ἡ, she-monster, bogey, dub. in Erinna in PSI 9.1090.51 + 11 (p. xii); used by nurses to frighten children, Luc. Philops. 2; generally, bugbear, ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα Ar. Ach. 582; οὐδὲν δεόμεθ'… τῆς σῆς μορμόνος Id. Pax 474 (both times of Lamachus' helmet and crest); φοβεῖσθαι τοὺς πελταστάς, ὥσπερ μορμόνας (-ῶνας codd.) παιδάρια X. HG 4.44.17. as an exclamation to frighten children with, boh!, μορμώ, δάκνει ἵππος Theoc. 15.40; μορμὼ τοῦ θράσους a fig for his courage!, Ar. Eq. 693. (Perh. cogn. with Latin formido, where f is due to dissimilation, cf. μορφή, μύρμηξ.)

German (Pape)

[Seite 207] οῦς, ἡ, auch μορμών, όνος u. μορμῶνος, Xen. Hell. 4, 4, 17, ein weiblicher Dämon, besonders als Schreckbild für kleine Kinder gebraucht, die man damit zum Schweigen brachte, überh. Schreckbild; ἀντιβολῶ σ' ἀπένεγκέ μου τὴν Μορμόνα, Ar. Ach. 557, lege das Schreckbild, den Spuk bei Seite, οὐδὲν δεόμεθ' ὦ 'νθρωπε τῆς σῆς μορμόνος, Paz 466, beide Male den Lamachus verspottend; zu letzterer Stelle bemerkt der Schol. οὕτως ἔλεγον τὸ ἐκφόβητρον καὶ τὰ προσωπεῖα, τὰ αἰσχρὰ μορμολύκεια, wonach also eine Larve, nach dem Schol. sowohl eine tragische als eine komische, so dieß. Aber Equ. 690 ist μορμὼ τοῦ θράσους ein Ausruf, wie der Schol. bemerkt, = φεῦ, hu, über den Muth; vgl. Theocr. 15, 40. – Das Stammwort μόρμος führt Hesych. an; es hängt mit μύρω, μορμύρω zusammen.

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς (ἡ) :
figure grimaçante de femme, épouvantail pour les enfants.
Étymologie: DELG on rapproche formido, comme formica‖μύρμηξ.

Greek Monolingual

και μορμώνα, ἡ (Α μορμώ και μορμών και, κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα, μομβρώ και, κατά τον Ησύχ., μομμώ)
1. μορμολύκειο, φόβητρο, σκιάχτρο
2. ως κύρ. όν. η Μορμώ
τέρας της αρχαίας μυθολογίας με το οποίο φόβιζαν τα μικρά παιδιά λέγοντας ότι δάγκωνε τα άτακτα παιδιά και τά έκανε κουτσά
αρχ.
επιφώνημα για τον εκφοβισμό μικρών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορμ-ώ προήλθε με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. Γοργώ) και ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα mormo- «φρίκη, φρικτός, κυρίως όσον αφορά τη θέα φαντασμάτων», ενώ συνδέεται πιθ. με λατ. formidō «φόβος» (που προήλθε με ανομοίωση). Πρόκειται για λ. που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να φοβίσουν τα παιδιά, ήταν δηλ. ένα είδος θηλυκού μπαμπούλα, πρβλ. Ακκώ, Αλφιτώ. Οι τ. Μομμώ και Μομβρώ είναι παράλληλοι παρεφθαρμένοι τ. Η λ. μαρτυρείται στο ανθρωπωνύμιο Μόρμυθος (πρβλ. Γόργυθος: Γοργώ), ενώ το ανθρωπωνύμιο Μυρμίδας και η ονομ. του λαού Μυρμιδόνες συνδέονται πιθ. με τη λ., ενώ, κατ' άλλους, με τη λ. μύρμηξ].

Russian (Dvoretsky)

μορμώ: οῦς ἡ пугало, страшилище, бука Theocr., Luc.: μ. τοῦ θράσους! Arph. ах, какая наглость!

Frisk Etymological English

-οῦς
Grammatical information: f.
Meaning: bogey, spectre, also personified and as interjection (Erinn. [?], Ar., X., Theoc., Luc.);
Other forms: also -όνος, -όνα etc. (Schwyzer 479)
Derivatives: μορμωτός frightful (Lyc.); μορμ-ύσσομαι frighten (Call.; for μαρμολύττομαι metri causa?, Debrunner IF 21, 243), μορμύξαν-τες (Phryg. IVp), also μορμύνει and μορμύρει δεινοποιεῖ H. Further the nouns μόρμορος and μύρμος φόβος, μόρμη χαλεπή, ἐκπληκτική H. PN Μόρμυθος (like Γοργώ: Γόργυθος, Leumann Hom. Wörter 155 n. 129); here also ther PN Μυρμιδόνες ? -- Enlarged verbform μορμολύττομαι = μορμύσσομαι (Ar., Pl.. X., Ph.), μορμολυξάμενος (Gal.) with μορμολύκ-η, Dor. f. (Sophr. 9, Str.), -ειον (-εῖον) n. (Ar., Pl. u.a.) = μορμώ; also μορμορύζω id. (Phot.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Because of μύρμηξ: Lat. formīca one might want to connect, μορμ-ώ through an analogous dissimilation with Lat. form-īdō ghost. Further ucertain; prob. like Γοργώ (s. γοργός) a reduplicated fornation, which was used originally as terrorizing call (of childrens language?, cognate with μορμύρω etc. ? WP. 2, 308). The by-forms Μομβρώ, Μομμώ (H.) show the popular character. From the interjection the as demon interpreted Μορμώ may have arisen, from there the appellative. On Μορμώ in the Middle Ages and in recent times Wiener Roman. Forsch. 35, 943 ff. (lingu. unsatistactory, s. Kretschmer Glotta 10, 234 f.). -- Beside μορμώ there was not only μορμύσσομαι, -ύνει, -ύρει, but also μορμο-λύττομαι, -λύκη, -λύκειον; on the expressive λ-enlargement cf. πομφόλυξ, πομφο-λύξαι (: πομφός), βδελύττομαι (beside βδελυρός: βδέω). Dissimilation from *μορμορύττομαι (cf. μόρμορος; Schwyzer 258) is also imaginable. The nouns μορμολύκη, -ειον are rather backfomations. - A connection with Lat. form-ido etc. seems not obious. The words may well be Pre-Greek.

Middle Liddell

μορμω, ανδ Μορμών, όνος, ἡ,
I. a hideous she-monster, used by nurses to frighten children with, Luc.: generally, a bugbear, Ar., Xen.
II. as an exclamation to frighten children with, boh! μορμώ, δάκνει ἵππος Theocr.; μορμὼ τοῦ θράσους a fig for his courage! Ar.

Frisk Etymology German

μορμώ: -οῦς,
{mormṓ}
Forms: auch -όνος, -όνα usw. (Schwyzer 479)
Grammar: f.
Meaning: Popanz, Schreckgespenst, auch personifiziert und als Interjektion (Erinn. [?], Ar., X., Theok., Luk.);
Derivative: μορμωτός schreckenvoll (Lyk.); μορμύσσομαι mit dem Popanz schrecken (Kall.; für μαρμολύττομαι metri causa?, Debrunner IF 21, 243), μορμύξαντες (Phryg. IVp), auch μορμύνει und μορμύρει· δεινοποιεῖ H. Dazu die Nomina μόρμορος und μύρμος· φόβος, μόρμη· χαλεπή, ἐκπληκτική H. PN Μόρμυθος (wie Γοργώ: Γόργυθος, Leumann Hom. Wörter 155 A. 129); hierher auch der VN Μυρμιδόνες ? —Erweiterte Verbform μορμολύττομαι = μορμύσσομαι (Ar., Pl.. X., Ph.), μορμολυξάμενος (Gal.) mit μορμολύκη, dor. -α f. (Sophr. 9, Str.), -ειον (-εῖον) n. (Ar., Pl. u.a.) = μορμώ; auch μορμορύζω ib. (Phot.).
Etymology: Wegen μύρμηξ: lat. formīca liegt es nahe, μορμώ durch eine analoge Dissimilation mit lat. form-īdō Gespenst zu verbinden. Weitere Beziehungen sind unsicher; wahrscheinlich wie Γοργώ (s. γοργός) eine reduplizierte Bildung, die wohl ursprünglich als Schreckruf (der Kindersprache?, mit μορμύρω usw. verwandt? WP. 2, 308) gebraucht wurde. Von der Volkstümlichkeit zeugen die Nebenformen Μομβρώ, Μομμώ (H.). Aus der Interjektion kann die als Dämon aufgefaßte Μορμώ entstanden sein, daraus wiederum das Appellativum. Über Μορμώ im Mittelalter und in der Neuzeit Wiener Roman. Forsch. 35, 943 ff. (im Sprachlichen unbefriedigend, s. Kretschmer Glotta 10, 234 f.). — Zu μορμώ traten nicht nur μορμύσσομαι, -ύνει, -ύρει, sondern auch μορμολύττομαι, -λύκη, -λύκειον; zur expressiven λ-Erweiterung vgl. πομφόλυξ, πομφολύξαι (: πομφός), βδελύττομαι (neben βδελυρός: βδέω). Dissimiilation aus *μορμορύττομαι (vgl. μόρμορος; Schwyzer 258) wäre wohl auch denkbar. Die Nomina μορμολύκη, -ειον sind am ehesten als Rückbildungen zu betrachten.
Page 2,255

Mantoulidis Etymological

-οῦς (=φοβερό θηλυκό τέρας, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά μικρά παιδιά).

Translations

bogeyman

Arabic Moroccan Arabic: بوعو‎, بو خنشة‎; Basque: hamalau-zaku; Catalan: home del sac, papu; Chinese Mandarin: 怪物, 魔鬼; Czech: bubák; Danish: bussemand, bøhmand; Dutch: boeman, bietebauw; Esperanto: infantimigulo; Estonian: koll; Finnish: mörkö; French: croque-mitaine; Galician: sacaúntos, coco, sacamanteigas, papón; German: Butzemann; Greek: μπαμπούλας; Ancient Greek: Ἀλφιτώ, Γοργόνειον, Λάμια, μορμολύκα, μορμολυκεῖον, μορμολύκειον, μορμολύκη, μορμολυκία, μορμόρυξις, μορμώ, Μορμώ; Hungarian: krampusz, mumus; Italian: uomo nero, babau; Japanese: ブギーマン, 小鬼; Korean: 꼬마 도깨비, 부기맨; Ladino: bambaruto; Latgalian: buba; Latin: larva; Latvian: bubulis; Lithuanian: baubas, bubulis; Norman: croque-mitaine, barbou; Norwegian: busemann; Persian: لولو‎ sg; Polish: czarny lud; Portuguese: bicho-papão, homem do saco, papa-figos; Romanian: baubau, omul negru, gogoriță; Russian: бука, бабай, страшилище, домовой, бугимен; Serbo-Croatian: babaroga, бабарога; Spanish: coco, cuco, cucuy, sacamantecas, hombre del saco; Tajik: буҷӣ; Turkish: gulyabani, hortlak, öcü, karakoncolos, umacı; Vietnamese: ngoáo ộp