πλόκανον
English (LSJ)
τό,
A plaited work, basket-work, Pl.Ti.78c, Thphr. HP 4.10.4, D.S.3.37.
2 wicker fan for winnowing, Pl.Ti.52e, Poll. 1.225.
3 plaited rope, X.Cyn.9.12, Poll.5.33.
4 sieve, strainer, Gal.2.500, 6.179:—πλόχανον is v.l. in both passages of Pl. and is cited by Suid.: πλόκαμον is f.l. in Pl.Ti.78c, X.l.c., Gal. ll.cc.
German (Pape)
[Seite 637] τό, auch πλόχανον geschrieben, 1) jedes Flechtwerk; Plat. Tim. 78 b; D. Sic. 3, 37; Poll. 5, 33. – Bes. 2) das geflochtene Sieb zum Reinigen des Getreides oder die Wurfschwinge, vannus; Plat. Tim. 52 e; Plut. u. a. Sp.; auch πλόχανον, u. in B. A. 67 falsch πρόκανον geschrieben.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ouvrage tressé en jonc ou en osier.
Étymologie: πλέκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλόκανον -ου, τό [πλέκω] vlechtwerk. wan (platte mand gebruikt om graankorrels en kaf van elkaar te scheiden).
Russian (Dvoretsky)
πλόκᾰνον: τό
1 плетенка, сеть Plat.;
2 плетеная веялка, сито Plat.;
3 плетеный канат Xen.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκᾰνον: τό, (πλέκω) ― πλέγμα, ἔργον πλεκτικῆς, οἷον οἱ κάλαθοι, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 78C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 4, Διόδ. 3. 37. 2) λικμηστήριον ἐκ πλέγματος, Λατ. vannus, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Κλήμ. Ἀλ. 566, Πολυδ. Αϳ, 225. 3) πεπλεγμένον σχοινίον, Ξεν. Κυν. 9. 12, Πολυδ. Εϳ, 33· ― πλόχανον εἶναι διάφ. γρ. ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τοῦ Πλάτ., μνημονεύεται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ Σουΐδ.· πλόκαμον, εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Διοδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Διορθώσεις εἰς Γαληνὸν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Εϳ, σ. 438.
Greek Monolingual
και πλόχανον, τὸ, Α
1. το πλεκτό, οποιοδήποτε έργο πλεκτικής, όπως είναι λ.χ. το καλάθι, καθετί το πλεγμένο
2. πλεκτό κόσκινο ή λίκνο για καθαρισμό σιτηρών
3. πλεγμένο σχοινί
4. διυλιστήρας, σουρωτήρι, κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του πλέκω + επίθημα -ανον (πρβλ. ξόανον, όργανον)].
Greek Monotonic
Middle Liddell
Translations
strainer
Bikol Central: sernian; Bulgarian: цедка; Catalan: colador; Chinese Dutch: filter, vergiet; Esperanto: kribrilo; Finnish: siivilä; French: filtre; Georgian: თუშფალანგი; German: Sieb, Durchschlag; Greek: σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό; Ancient Greek: διέραμα, διυλιστήρ, ἠθάνιον, ἠθμός, ἡθμός, κυρτίδιον, κυρτίς, κύρτος, πλόκανον, σάκκος, σάκος; Icelandic: sigti; Irish: síothlán; Italian: colino, colatoio; Japanese: 濾過器, ストレーナー; Latin: colum; Malayalam: അരിപ്പ; Mandarin: 濾器, 滤器, 過濾器, 过滤器, 網濾, 网滤, 笊籬; Maori: tātari; Occitan: filtre, colador, mancha; Persian: ماشوب; Plautdietsch: Säw; Polish: sito, cedzak; Portuguese: peneira; Romanian: strecurătoare; Russian: сито, фильтр, ситечко, дуршлаг; Scottish Gaelic: sìoltachan; Serbo-Croatian: цедило, cedilo, цједило, cjedilo; Slovak: sito, cedidlo; Spanish: colador, filtro; Swedish: sil, filter, durkslag, sikt; Tagalog: salaan; Turkish: süzgeç; Waray-Waray: saraan