συγκαθίημι

English (LSJ)

A fut. -καθήσω E.Hel.1068:—let down with or together, deposit together, κόσμον l.c.; αὑτὴν σ. let oneself down, lower oneself, εἴς τι Pl.Tht.174a; ὁμοῦ σ. ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν threw himself into it along with her, Plu.2.163c; insert together with, ἄγκιστρον τῷ δακτύλῳ Heliod. ap. Orib.44.14.3. cf. Dsc.2.76, 5.40; σ. Μούσας τοῖς Βατράχοις bring them upon the stage at the same time with.., Arg.2 S.OC:—Pass., stoop down and enter, εἰς τόπον, of an ambush, Plb.8.24.4.
II (sc. ἑαυτόν) settle down, crouch, squat, Arist.Pr.869b11, D.S.20.51; συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Arist.HA539b29.
2 stoop, condescend, accommodate oneself, οἱ.. γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Pl.R. 563a; εἰς.. D.H.6.56, etc.: abs., Pl.Prt. 336a, Tht.168b; εἰς τὰ ἀναγκαῖα cj. in Epicur.Sent.Vat.44.
3 of a seller, σ. τῇ τιμῇ come down in price, Lync. ap. Ath.7.313f.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἵημι), mit, zugleich, zusammen herunterschicken, -lassen, συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, Eur. Hel. 1074; u. med., παίδων ὅπως νῷν σπέρμα συγκαθήσεται, Ion 406; übtr., αὑτὴν εἴς τι, Plat. Theaet. 174 a; Prot. 336 a. – Med. sich niederlassen, hinabbegeben, εἴς τινα τόπον, verstecken, Pol. 8, 26, 1; auch τινὶ εἴς τι, sich worauf einlassen, wie συγκαταβαίνω, Lob. Phryn. 398.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθήσω, etc.
laisser tomber.
Étymologie: σύν, καθίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καθίημι met acc. mede laten zakken. Eur. Hel. 1068. laten afdalen:. εἰς τῶν ἐγγὺς οὐδὲν αὑτὴν συγκαθιεῖσα zonder dat zij (het intellect) zichzelf laat afdalen naar iets van de dingen die dichtbij zijn Plat. Tht. 174a. intrans., alleen overdr. zich verlagen tot, afdalen naar het niveau van, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθίημι: (fut. συγκαθήσω)
1 одновременно опускать, складывать (τι ἐν τῷ σκάφει Eur.): σ. ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν Plut. вместе (с кем-л.) бросаться в море; συγκαθέντες εἴς τινα τόπον ὑλώδη Polyb. забравшись вместе в какое-то лесистое место; σ. ἑαυτὸν εἰς τὰ ἐγγύς Plat. спускаться (в своих исследованиях) до непосредственной действительности;
2 (sc. ἑαυτόν) опускаться (на корточки), приседать Arst., Diod.;
3 (sc. ἑαυτόν) склоняться, приспособляться, следовать (τοῖς νέοις Plat.): ἵλεῳ τῇ διανοίᾳ συγκαθείς Plat. с искренним расположением (досл. следуя чувству благосклонности).

Greek Monolingual

Α
1. ρίχνω συγχρόνως («ὁμοῦ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», Πλούτ.)
2. παρεμβάλλω συγχρόνως
3. παρουσιάζω συγχρόνως στη σκηνή («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῖς Βατράχοις», Σοφ.)
4. συγκατανεύω, συγκαταβαίνω
5. είμαι υποχωρητικός σε κάτι
6. (για πωλητή) χαμηλώνω την τιμή εμπορεύματος
7. (αμτβ.) α) γέρνω, χαμηλώνω
β) κάθομαι οκλαδόν
8. παθ. συγκαθίεμαι
εισέρχομαι κάπου σκυφτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθίημι / καθίεμαι «ρίχνω, κατεβάζω, παρουσιάζω επί σκηνής»].

Greek Monotonic

συγκαθίημι: μέλ. -καθήσω, ρίχνω, αφήνω να πέσει κάτι από κοινού με κάτι άλλο, τοποθετώ μαζί, σε Ευρ.· συγκαθίημι ἑαυτόν, κάθομαι οκλαδόν, χαμηλώνω, κάθομαι κάτω, εἴςτι, σε Πλάτ.· και απόλ. (ενν. ἑαυτόν), καταδέχομαι, υποκύπτω, ενδίδω, συγκατανεύω, συναινώ, συμβιβάζομαι με άλλους, συμμορφώνομαι, με δοτ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθίημι: μέλλ. -καθήσω, καθίημι, ῥίπτω ὁμοῦ, εἶτ’ ἐγὼ συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, δηλ. ἐν τῷ αὐτῷ σκάφει συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον, Εὐρ. Ἑλ. 1068· - ἐκ τοῦ ἐγγὺς οὐδὲν αὑτὴν συγκαθιεῖσα Πλάτ. Θεαίτ. 174Α· ὁμοῦ σ. ἑαυτὸν εἰς θάλασσαν, ῥίπτεσαι μετ’ αὐτῆς εἰς τὴν θάλασσαν, Πλούτ. 2. 163C· Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἃς συγκαθῆκε τοῖς Βατράχοις, παρουσίασεν εἰς τὴν σκηνὴν συγχρόνως μὲ τοὺς Βατράχους (τοῦ Ἀριστοφάνους), Ὑπόθεσις β΄εἰς Σοφ. Ο. Κ. -Παθ., κύπτω καὶ εἰσέρχομαι, εἰς τόπον, ἐπὶ ἐνέδρας, Πολύβ. 8. 26, 1. ΙΙ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν), ὀκλάζω, ὑποπτήσσω, κατακλίνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 2. 31, 2, Διόδ. 20, 51· συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4. 2) κύπτω, συγκατανεύω, συγκαταβαίνω, οἱ.. γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Πλάτ. Πολ. 563Α· εἰς.., Διον. Ἁλ. 6. 56, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 336Α, Θεαίτ. 168Β· πρβλ. συγκαταβαίνω 6, καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 398. 3) καταβαίνω λόφον, σ. τῇ τιμῇ, καταβαίνω εἰς τὴν τιμὴν, Λυγκ. παρ’ Ἀθην. 313F.

Middle Liddell

fut. -καθήσω
to let down with or together, to deposit together, Eur.:— ς. ἑαυτόν to let oneself down, lower oneself, εἴς τι Plat.; and absol. (sub. ἑαυτόν) to stoop, condescend, accommodate oneself to others, c. dat., Plat.