φῆμις

English (LSJ)

ιος, ἡ, poet. for φήμη,
A speech, talk, Il.10.207; but ἐς θῶκον πρόμολον δήμοιό τε φῆμιν the place of talk Od.15.468.
2 common opinion or judgement expressed in talk, χαλεπὴ δ' ἔχε δήμου φ. 14.239, cf. 16.75; τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα their 'bitter gossip', 6.273; Κασσάνδραν.. φᾶμις ἔχησι βροτῶν Ibyc.9.
b φῆμις ἀοιδῶν their praise, Euph.40: hence,
3 reputation, χαλεπὴν δέ τε φῆμιν ὀπάσσει.. γυναιξί Od.24.201; later of good report, Man.3.183,237.

German (Pape)

[Seite 1268] ἡ, p. = φήμη, Rede, Unterredung, Gespräch, Il. 10. 207; bei. Gerede, Gerücht, öffentliche Meinung, in der Einer steht, Od. 6, 273. 24, 201; δήμοιο φῆμις, die Volksstimme, das Urtheil des Volkes, Od. 16, 75. 19, 527, wie auch 15, 468 ἐς θῶκον πρόμολον δήμοιό τε φῆμιν genommen werden kann, entweder von dem Hin- und Herreden des Volkes in der Versammlung, oder von dem Stimmabgeben desselben; Andere erklären es hier von dem Versammlungsorte selbst, wie ἀγορὴ πολύφημος 2, 150. Bei Her. v.l. für φήμη fast an allen Stellen.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
1 entretien, conversation;
2 voix ; volonté;
3 renommée.
Étymologie: φήμη.

Russian (Dvoretsky)

φῆμις: ιος ἡ
1 разговор, беседа Hom.;
2 совещание: δήμοιο φ. Hom. народное собрание;
3 слово, голос, решение (δήμου Hom. - ср. 2);
4 слава, репутация: χαλεπὴν φῆμιν ὀπάζειν τινί Hom. покрывать кого-л. бесславием.

Greek (Liddell-Scott)

φῆμις: -ιος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ φήμη, φάτις, λόγος, φωνή, Ἰλ. Κ. 207· ― ἐν τῷ χωρίῳ, ἐς θῶκον πρόμολον δήμοιό τε φῆμιν, σημαίνει «τὴν δημοτικὴν συνέλευσιν ἐπὶ δημηγορίᾳ» (Εὐστ.), «ἐκκλησίαν, συνέδριον» (Σχόλ.), ὃ ἐν Ὀδ. Β. 150 λέγεται ἀγορὴ πολύφημος. 2) ἡ «κοινὴ γνώμη», ἢ κρίσις περὶ τῶν πραγμάτων ἐκφερομένη ἐν τῇ κοινῇ ὁμιλίᾳ, Λατ. plebis sententia, χαλεπὴ δ’ ἔχε δήμου φ. Ὀδ. Ξ. 239, πρβλ. Π. 75· τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα, τὴν πικράν των φλυαρίαν, Ζ. 273· Κασσάνδραν... φᾶμις ἔχῃσι βροτῶν Ἴβυκ. 8· ― ὡσαύτως, φ. ἀοιδῶν Εὐφορίωνος Ἀποσπ. 38· ἐντεῦθεν, 3) φήμη, ὑπόληψις, χαλεπὴν δέ τε φῆμιν ὄπασσεν... γυναιξὶ Ὀδ. Ω. 201· παρὰ μεταγεν., ἐπὶ καλῆς φήμης ἢ εὐδοξίας, Μανέθων 3. 183, 237.

English (Autenrieth)

ιος: rumor, common talk; δήμου, ‘public opinion,’ Od. 14.239, cf. Od. 16.75; also to designate the place of discussion, assembly, Od. 15.468.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. φᾱμις, -ιος, ἡ, Α
1. λόγος, ομιλία («ἤ τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. η γνώμη ή κρίση του λαού σχετικά με πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση, η οποία εκφέρεται σε δημόσια συνέλευση («χαλεπὴ δ' ἔχε δήμου φῆμις», Ομ. Οδ.)
3. φήμη
4. καλή φήμη, υπόληψη
5. φρ. α) «δήμοιο φῆμις»
i) η γνώμη ή η απόφαση του λαού
ii) η συνέλευση του λαού ή η ψηφοφορία για ένα θέμα (Ομ. Οδ.)
β) «φῆμις ἀοιδῶν» — οι επαινετικοί λόγοι τών αοιδών (Ευφορ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη- της απαθούς βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -μ-ις. Ο τ. φήμις αποτελεί παρλλ. τ. της λ. φήμη με κατάλ. -ις (πρβλ. ἄκρ-ις: ἄκρος, λάτρ-ις: λάτρον)].

Greek Monotonic

φῆμις: -ιος, ἡ, ποιητ. αντί φήμη·
1. λόγος, ομιλία, σε Όμηρ.· δήμου φῆμις, φωνή ή κρίση ανθρώπων (κοινή γνώμη), σε Ομήρ. Οδ.· αλλά δήμοιο φῆμις (Ομήρ. Οδ. ξ. 468) φαίνεται να είναι το μέρος όπου οι άνθρωποι συζητούν, το μέρος της συνάθροισης (ἀγορά).
2. φήμη, υπόληψη, στο ίδ.

Middle Liddell

φῆμις, ιος, ἡ, [poetic for φήμη
1. speech, talk, Hom.; δήμου φ. the voice or judgment of the people, Od.;— but δήμοιο φῆμις (Od. 15. 468) seems to be the place where the people talk, the place of assembly (ἀγορά).
2. fame, reputation, Od.