ἐνενήκοντα
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl., ninety, Il.2.602, etc.; cf. ἐνήκοντα, ἐννήκοντα. (ἐννεν- freq. in codd., but Inscrr. have ἐνεν- IG12.324.109, Hermes 17.5 (Delos), etc.:—also gen. pl. ἐνενηκόντων GDI5653c26 (Chios).)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐννήκ- Od.19.174; ἐνήκ- IG 11(2).199B.32 (III a.C.), IG 9(1).226.7 (Drimea II a.C.), PAmst.41.52 (I a.C.); tes. ἐνενείκ- SEG 26.672.27 (Larisa II a.C.); ἐννενήκ- Thphr.Fr.159, D.S.19.62
• Morfología: indecl., pero gen. ἐνενηκόντων Schwyzer 688C.24 (Quíos V a.C.)
noventa νέες Il.2.602, cf. D.S.l.c., πόληες Od.l.c., Κορινθίων ἐ. Th.1.46, κατὰ ἐ. τὸν ἀριθμόν en número de noventa de los miembros de una sección del consejo de la ciudad ideal, Pl.Lg.756c, ἐ. ὄντες del Senado en Élide, Arist.Pol.1306a18, cf. Hippol.Haer.4.43.11, 6.52.7
•ref. a unidades de medida: de tiempo ἡμέραι Hdt.5.53, ἔτη Luc.Macr.23, de longitud παρασάγγας ἐ. X.An.1.5.5, de monedas ἐ. μνῶν D.37.22, de peso σταθμὸν μνᾶς ἐ. IG l.c.
•c. otros numerales para formar cantidades superiores δισχιλίας ἑξακοσίας ἐ. δραχμάς IG 22.956.19 (II a.C.), cf. IG 14.429.5 (Tauromenio II/I a.C.), ἔτη ἐ. ἐννέα noventa y nueve años Thphr.Char.proem.2, cf. l.c., SEG l.c., LXX Ge.17.1, PFouad 51.15 (II d.C.), (πρόβατα) τὰ ἐ. ἐννέα Eu.Luc.15.4, Eu.Matt.18.12, τριακόσιοι ἐ. δύο I.AI 11.70, παρασάγγαι δὲ τέσσερες καὶ ἐ. καὶ ἥμισυ Hdt.5.52, cf. Aeschin.2.147, Plb.1.51.12
•subst. τὰ ἐ. los noventa años de edad ὑπὲρ τὰ ἐ. Philostr.VA 8.29.
German (Pape)
[Seite 838] οἱ, αἱ, τά, neunzig, von Hom. Il. 2, 602 an überall.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
quatre-vingt-dix.
Étymologie: ἐννέα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνενήκοντα: эп. ἐννήκοντα οἱ, αἱ, τά indecl. девяносто Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνενήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., «ἐνενῆντα», ἐνενήκοντα γλαφυραὶ νέες Ἰλ. β. 602, κτλ. (ὁ τύπος ἐννεν- εἶναι συνήθως ἐν μεταγεν. χειρογρ., ἀλλ’ ὁ διὰ τοῦ ἑνὸς ν, ὡς τὸ ἔνατος, ἐνάκις, βεβαιοῦται ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν καὶ ἐξ ἐπιγραφῶν, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 25., 2852. 34, κτλ.). Ὡς κλιτὸν ἀριθμ. κατὰ γεν. πληθ. ἐνενηκόντων ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Χίου ἐν Μουσ. κ. βιβλ. Εὐαγγ. Σχολ. Σμύρνης 187β, ἀριθ. ρνγ΄, σ. 37, αὐτόθι καὶ τὰ δυῶν, τεσσαρακόντων, πεντηκόντων, κλ.
English (Autenrieth)
English (Thayer)
(ἐννενηκονταεννέα) more correctly ἐνενήκοντα ἐννέα (i. e. written separately, and the first word with a single nu ν, as by L T Tr WH; cf. (under Nu; Tdf. Proleg., p. 80; WH s Appendix, p. 148); Winer's Grammar, 43 f; Bornemann, Scholia ad Luc., p. 95), ninety-nine: Luke 15:4,7.
Greek Monolingual
και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα)
(άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < εναν-ήκοντα, με αφομοίωση του -α- από το ε- και αναλογική επίδραση τών τύπων σε -ήκοντα (πρβλ. εβδομήκοντα, πεντήκοντα) < ενFαν-άκοντα, με προθηματικό φωνήεν ε-, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα newn «εννέα». Στο β' συνθετικό -η-κοντα το μεν -η- είναι συνδετικό φωνήεν, ενώ η κατάληξη -κοντa (πρβλ. λατ. -ginta) είναι ο πληθυντικός αριθμός του ουδετέρου της καταλήξεως -κάτι που εμφανίζεται στη λέξη είκοσι (< Fίκατι). Ο τ. ενήκοντα (Δήλος, Φωκίδα) < ενενήκοντα, με απλολογία, ενώ ο ομηρικός τ. εννήκοντα αποτελεί νεώτερο σχηματισμό αναλογικά προς τα εννέα, εννήμαρ. Το νεοελληνικό αριθμητικό ενενήντα προήλθε με απλολογία από το αρχ. ενενήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα)].
Greek Monotonic
ἐνενήκοντα: οἱ, αἱ, τά (ἐννέα), άκλιτο, ενενήντα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: num.
Meaning: ninety (Β 602)
Compounds: On the η see on ἑβδομήκοντα.
Derivatives: hενενηκοντα (Herakl.; like hογδοηκοντα after hεβδεμηκοντα), ἐνηκοντα (Delos, Phocis [III or IIa]; prob. haplological); uncertain ἐννήκοντα (τ 174); innovation after ἐννέα, ἐννῆμαρ a. o.; gen. pl. ἐνενηκοντων (Chios; Aeolising).
Origin: IE [Indo-European] [318] *h₁neu̯n̥-
Etymology: The first element is not quite certain. After Sommer Zum Zahlwort 25ff. from assimilation in *ἐναν-ήκοντα, from IE *enu̯n̥- (before vowel). - See ἐννέα.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἐνενήκοντα: (Β 602, att.)
{enenḗkonta}
Meaning: neunzig.
Composita: Als Vorderglied z. B. in ἐνενηκοντάπηχυς (hell.). Ordinale ἐνενηκοστός ([Χ.] usw.). Zum Hinterglied und -η- vgl. zu ἑβδομήκοντα.
Derivative: Daneben heνενηκοντα (herakl.; wie hογδοηκοντα nach heβδεμηκοντα), ἐνηκοντα (Delos, Phokis [III bzw. IIa]; wohl haplologisch); unsicher ἐννήκοντα (τ 174); wenn echt, Neubildung nach ἐννέα, ἐννῆμαρ u. a.; Gen. pl. ἐνενηκοντων (Chios; äolisierend).
Etymology: Die Form des Vorderglieds ist nicht sicher erklärt. Nach Sommer Zum Zahlwort 25ff. (wo ausführliche Behandlung mit Lit. und Kritik anderer Ansichten) zunächst durch Assimilation aus *ἐνανήκοντα, das ein idg. *enu̯n̥- (in antevokalischer Stellung) enthalten kann. — Weiteres s. ἐννέα.
Page 1,514
Chinese
原文音譯:™nnenhkontaennša 恩-尼尼寬他恩尼阿
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:九(十) 相當於: (תִּשְׁעִים)
字義溯源:九十九;由十乘(ἐννέα)*=九)與(ἐννέα)*=九)組成
出現次數:總共(4);太(2);路(2)
譯字彙編:
1) 九十九隻(2) 太18:12; 太18:13;
2) 九十九個(1) 路15:7;
3) 九十九(1) 路15:4
Lexicon Thucydideum
nonaginta, ninety, 1.46.1. 8.44.2 [in utroque loco, vulgo in both places, commonly ἐννεν.].