ὁσία

English (LSJ)

Ion. ὁσίη, ἡ, (fem. of ὅσιος)
A divine law, οὐδ' ὁσίη κακὰ ῥάπτειν ἀλλήλοισιν it is against the law of God and nature to... Od.16.423, cf. 22.412, Pi.P.9.36, Call.Aet.3.1.5; τοῖσι οὐδὲ κτήνεα ὁσίη θύειν ἐστί those for whom it is not lawful, Hdt.2.45; ὅσον.. ὁ. ἐστὶ λέγειν ib. 171; ἐκ πάσης ὁ. h.Merc.470; ὁσίης πλέον εἰπεῖν more than law allows, Emp.4.7; νομίσας πολλὴν ὁ. τοῦ πράγματος holding the thing fully sanctioned, Ar.Pl.682; οὔτε θεοὺς οὔθ' ὁσίαν οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐποιήσατ' ἐμποδών D.21.104; τῶν ἱερῶν ὀσία παντί all may share lawfully in the rites, Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene): personified Ὁσία, Righteousness, E.Ba.370 (lyr.).
II the service or worship owed by man to God, rites, offerings, etc., κἀγὼ τῆς ὁσίης ἐπιβήσομαι ἧς περ Ἀπόλλων I will enter into (enjoyment of) the same worship as A., h.Merc.173; ὣς ὁσίη γένετο the rites were established, h.Ap.237; ὁσίη κρεάων the rite of the flesh-offering, h.Merc.130: so without a gen., offering, λιτῇ προσγελάσαις ὁσίῃ AP9.91 (Arch.Jun.).
2 funeral rites, last honours paid to the dead, τὴν ὁ. ἀποπληροῦν Iamb.VP30.184.
III prov., ὁσίας ἕκατι for form's sake, Lat. dicis causa, E.IT1461; ὁσίας ἕνεκα Eub.110, Ephipp.15.4; so ὁσίᾳ (or Ὁσίᾳ) δίδωμ' ἔπος τόδε E. IT1161. (οὐκ ὀσία Berl.Sitzb. l. c.)

German (Pape)

[Seite 394] ἡ, ion. ὁσίη, s. ὅσιος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. loi divine : ὁσίη ἐστί avec l'inf. HDT c'est une loi divine de ; οὐχ ὁσίη OD, οὐδ' ὁσίη OD avec l'inf. : il est contraire aux lois divines de ; loi conforme à la justice : πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος νομίσαι AR penser qu'une action est pleinement légitime;
II. rite sacré, d'où
1 purification;
2 cérémonie religieuse, sacrifice, particul. cérémonie des funérailles.
Étymologie: ὅσιος.

Russian (Dvoretsky)

ὁσία: ион. ὁσίη
1 (= лат. fas) высший (божеский, нравственный) закон, веление нравственного долга: οὐχ ὁσίη Hom. (= лат. nefas) нехорошо, грешно, не подобает, нельзя; ἐκ πάσης ὁσίης HH со всей справедливостью, с полным правом; νομίσας πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος Arph. считая это вполне правильным; ὅσον ὁσίη ἐστὶ λέγειν Her. о чем нисколько не грешно сказать; τὸ τῆς ὁσίας Dem. нравственный долг;
2 священный обычай или обряд, нерушимая традиция (ὁσίης ἐπιβῆναι HH): ὁσίᾳ δοῦναι ἔπος Eur. произнести заклинание в соответствии с традицией; ὁσίας ἕκατι ποιεῖσθαί τι Eur. сделать что-л. для формы; αἱ ὁσίαι τε καὶ νόμιμα Plat. священные обряды и благочестивые обычаи; αἱ περὶ τοὺς θνῄσκοντας ὁσίαι Plut. погребальные обряды.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσία: Ἰων. ὁσίη, ἡ, (θηλ. τοῦ ὅσιος), ὁ θεῖος νόμος, ὁ φυσικὸς νόμος, πᾶν ὅ,τι ἁγιάζεται ἢ ἐπιτρέπεται ὑπὸ τοῦ θείου νόμου, οὐδ’ ὁσίη κακὰ ῥάπτειν ἀλλήλοισιν, εἶναι ἐναντίον τοῦ θείου καὶ φυσικοῦ δικαίου καὶ νόμου νά …, Ὀδ. Π. 423, πρβλ. Χ. 412, Πινδ. Π. 9. 61· κτήνεα θύειν οὐκ ἔστιν ὁσίη, δὲν εἶναι νόμιμον, ἐπιτετραμμένον, nefas est, Ἡρόδ. 2. 45· ὅσον ... ὁσίη ἐστὶ λέγειν ὁ αὐτ. 2. 171· οὕτως, ἐκ πάσης ὁσίης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 740· ὁσίης πλέον, πλέον παρ’ ὅσον ἀπαιτεῖ ὁ νόμος, Ἐμπεδ. 51· πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος νομίσαι, νομίσαι τι τελείως ἐπιτετραμμένον, Ἀριστοφ. Πλ. 682· ὁ θεὸς καὶ τὸ τῆς ὁσίας Δημ. 548· 22· ― προσωπ., Ὁσία, ἡ Δικαιοσύνη, Εὐρ. Βάκχ. 370. ― Πρβλ. ὅσιος. ΙΙ. ἡ παρὰ τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεῖον ὀφειλομένη λατρεία, τελεταί, προσφοραί, θυσίαι, κτλ., ὁσίης ἐπιβῆναι, τελέσαι τὰς ὀφειλομένας τελετάς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 211, εἰς Ἑρμ. 173· ὁσίη γένετο, αἱ τελεταὶ προσηκόντως ἐτελέσθησαν, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 237· ὁσίη κρεάων, τὸ δικαίωμα τοῦ ἐσθίειν ἐκ τῶν κρεῶν τῶν θυσιῶν. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 130· ― ὡσαύτως αὐτὴ ἡ θυσία, Ἀνθ. Π. 9. 91. 2) αἱ ἐπικήδιοι τελεταί, ἡ ἐσχάτη πρὸς τοὺς νεκροὺς τιμή, τὴν ὁσίαν ἀποπληροῦν, ἐπιτελεῖν, Λατιν. fusta jacere, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 184, Φωτ. Ἐπιστ. 104, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 375Ε. ΙΙΙ. παροιμ., ὁσίας ἕκατι ποιεῖσθαί τι, πράττειν τι χάριν θρησκευτικῆς συνηθείας, «διὰ τὸν τύπον» Λατιν. dicis caussa, Εὐριπ. Ι. Τ. 1461. ὁσίας ἕνεκα Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 1, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1. 4· οὕτως, ὁσίᾳ δίδωμ’ ἔπος τόδε Εὐρ. Ι. Τ. 1161· ― ἔκφρασις ληφθεῖσα ἐκ τῆς τυπικῆς τελέσεως τῶν θρησκευτικῶν τελετῶν, ἴδε ἀφοσιόω.

English (Slater)

ὁσία divine lawὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν;” (P. 9.36)

Greek Monolingual

ὁσία, ιων. τ. ὁσίη ἡ (Α)
βλ. όσιος.

Greek Monotonic

ὁσία: Ιων. -ίη, ἡ (θηλ. του ὅσιος),
I. θεϊκός νόμος, φυσικός νόμος, οὔκ ἐστι ὁσίη, δεν είναι νόμιμο, Λατ. nefas est, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος νομίσαι, θεωρώ κάτι εντελώς έγκυρο, σε Αριστοφ.
II. υπηρεσία που οφείλει ένας άνθρωπος στον Θεό, ὁσίηςἐπιβῆναι, αναλαμβάνω τις οφειλόμενες τελετουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.
III. παροιμ., ὁσίας ἕκατι ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι για τους τύπους, Λατ. dicis causa, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὁσία, ἡ, [fem. of ὅσιος
I. divine law, natural law, οὔκ ἐστι ὁσίη it is not lawful, nefas est, Od., Hdt.; πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος νομίσαι to hold a thing fully sanctioned, Ar.
II. the service owed by man to God, ὁσίης ἐπιβῆναι to undertake the due rites, Hhymn.
III. proverb., ὁσίας ἕκατι ποιεῖσθαί τι to do a thing for form's sake, Lat. dicis caussa, Eur.

English (Woodhouse)

divine law