Ὀλυμπιάς
English (LSJ)
Ὀλυμπιάδος, ἡ, = fem. of Ὀλύμπιος,
A Olympian, epithet of the Muses, Il.2.491, h.Merc.450, Hes.Th.25, 52: then, generally, dweller on Olympus, goddess, Id.Fr.142.2; Ὀ. βασιλείης, of the Argive Hera, Phoronis 4; Ὀ. Χάριτες Ar.Av.782; ἤ τις Ὀλυμπιάδων θεᾶν, of the nymphs of the Mysian Olympus, S.Aj. 881 (lyr.).
2 Ὀλυμπιάδων ἐλαῖαι = olive-crowns of the Olympic games, Pi.N.1.17.
II as substantive,
1 the Olympic games, Hdt.7.206; τῇ Ὀ. νικᾶν Id.6.103; τὸ κλέος.. τᾶν Ὀλυμπιάδων Pi.O.1.94, cf.2.3, al.
2 (sc. νίκη) a victory at Olympia, τοῖσι Λακεδαιμονίοισι Ὀλυμπιάδα προσέβαλε the glory of an Olympic victory, Hdt.6.70; Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι win a victory in the Olympic games, ib.103, cf. 125; νικᾶν Ὀ. Id.9.33, cf. Simon.152; later, any victory or triumph, Philostr.VA4.44.
3 an Olympiad, i.e. the space of four years between the celebrations of the Olympic games, Timae.21, cf. SIG557.15 (iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
I. habitante de l'Olympe;
II. d'Olympie ; subst.
1 célébration des jeux Olympiques : Ὀλυμπιάδα νικᾶν HDT remporter la victoire aux jeux Olympiques;
2 olympiade, période de quatre ans.
Étymologie: Ὄλυμπος.
Russian (Dvoretsky)
Ὀλυμπιάς: άδος (ᾰδ) adj. f олимпийская (Μοῦσαι Hom., Hes.; ἐλαία Pind.; θεαί Soph.).
άδος ἡ Олимпиада
1 жена Филиппа Македонского, мать Александра III Plut.;
2 город близ Антиохии Anth.
άδος ἡ
1 Олимпиада; 1.1) год Олимпийских игр Her. etc.; 1.2) четырехлетний промежуток от одних Олимпийских игр до следующих; 1-я Олимпиада началась в 776 г. до н. э., последняя - в 394 г. н. э. Thuc., Xen. etc.;
2 Олимпийские игры (Ὀλυμπιάδα νικᾶν Her.);
3 (sc. νίκη) победа на Олимпийских играх (Ὀλυμπιάδα ἀναιρεῖσθαι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπιάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλον θηλ. τοῦ Ὀλύμπιος, ἀπαντῶν κατὰ πρῶτον ὡς ἐπίθ. τῶν Μουσῶν, Ἰλ. Β. 491, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 450, Ἡσ. Θ. 25, 52· ἀκολούθως, καθόλου, ἡ τὸν Ὄλυμπον οἰκοῦσα, θεά, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 21. 2· ἐπὶ τῶν Χαρίτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 782· ἤ τις Ὀλυμπιάδων θεᾶν, ἐπὶ τῶν νυμφῶν τοῦ Ὀλύμπου, Σοφ. Αἴ. 884, ἔνθα ἴδε Λοβέκ. 2) Ὀλ. Ἐλαία, ὁ ἐξ ἐλαίας στέφανος τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, Πινδ. Ν. 1. 25. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, Ἡρόδ. 7. 206· τῇ Ὀλ. νικᾶν 6. 103, καὶ συχνάκις παρὰ Πινδ. 2) ἐξυπακουομ. τοῦ νίκη, νίκη ἐν Ὀλυμπίᾳ, τοῖσι Λακεδαιμονίοισι Ὀλυμπιάδα σφι ἀνελόμενος τεθρίππῳ προσέβαλε, ἐπεδαψίλευσε τοῖς Λακεδαιμονίοις δόξαν Ὀλυμπιακῆς νίκης, Ἡρόδ. 6. 70· Ὀλυμπιάδα ἀναιρεῖσθαι, νικᾶν ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, Ἡρόδ. 6. 103, 125· Ὀλ. νικᾶν ὁ αὐτ. 9. 33· πρβλ. νικάω Ι. 1· παρὰ μεταγεν., πᾶσα νίκη ἢ θρίαμβος, Φιλόστρ. 3) παρ’ Ἀττ. συνηθέστατα, Ὀλυμπιάς, δηλ. τὸ τετραετὲς διάστημα μετὰ τὴν πάροδον τοῦ ὁποίου ἐτελοῦντο οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες (πρβλ. Ὀλύμπια), ἡ κοινὴ παρὰ τοῖς Ἕλλησι χρονικὴ περίοδος, χρησιμεύσασα πρὸς χρονολογίαν ἱστορικῶν συμβάντων ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Τιμαίου περὶ τὰ 300 π.Χ. Ἡ πρώτη Ὀλυμπιὰς ἤρξατο τῷ 776 π.Χ.· ἡ δὲ 293η καὶ τελευταία τῷ 393 μ.Χ., ἴδε Clint. F. H. 3, σελ. 463 κἑξ.
English (Autenrieth)
pl. Ὀλυμπιάδες: Olympian, epithet of the Muses, Il. 2.491†.
English (Slater)
Ὀλυμπιᾰς (-ιάς, -ιάδος, -ιάδι, -ιάδα; -ιάδων)
a f. adj., at the Olympic games μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπιάς (sc. νίκα: Ὀλυμπίας codd., corr. Tricl.) (P. 7.15)
b subs., Olympic festival τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων (O. 1.94) Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης (O. 2.3) ἐν Ὀλυμπιάδι (O. 10.16) σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.58) λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.17) σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος (N. 6.63) εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (I. 1.65)
c pl. pro subs., Olympian goddesses Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις (P. 11.1)
Greek Monolingual
Ὀλυμπιάς, -άδος, ἡ (Α) Όλυμπος
1. προσωνυμία τών Μουσών, τών Χαρίτων και τών Νυμφών του Ολύμπου
2. προσωνυμία θεάς που κατοικεί στον Όλυμπο.
ὀλυμπίας, ὁ (Α) Ολυμπία
(στη Λέσβο και την Εύβοια) βορειοδυτικός άνεμος που πνέει, συνήθως, πριν και μετά από τη χειμερινή περίοδο από τη μεσογειακή πλευρά της Θεσσαλίας.
Greek Monotonic
Ὀλυμπιάς: -άδος, ἡ, ανώμ. θηλ. του Ὀλύμπιος·
I. 1. Ολύμπιος, ως επίθ. των Μουσών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ομοίως, των Χαρίτων, σε Αριστοφ.
2. Ὀλυμπιὰς ἐλαία, στεφάνι από κλαδιά ελιάς, έπαθλο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.
II. ως ουσ.:
1. οι Ολυμπιακοί Αγώνες, σε Ηρόδ., Πίνδ.
2. (ενν. νίκη), νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Ηρόδ.
3. η Ολυμπιάδα, δηλ. το χρονικό διάστημα των τεσσάρων ετών ανάμεσα στην τέλεση κάθε Ολυμπιακών Αγώνων· χρησιμ. στη χρονολόγηση ιστορικών γεγονότων από το 300 π.Χ. περίπου· η πρώτη Ολυμπιάδα είχε χρόνο έναρξης το 776 π.Χ.· η 293η και τελευταία το 393 μ.Χ.
Middle Liddell
Ὀλυμπιάς, άδος, [pecul. fem. of Ὀλύμπιος
I. Olympian as epithet of the Muses, Il., Hes.; of the Graces, Ar.
2. Ὀλ. ἐλαία the olive-crown of the Olympic games, Pind.
II. as substantive,
1. the Olympic games, Hdt., Pind.
2. (sub. νίκἠ, a victory at Olympia, Hdt.
3. an Olympiad, i. e. the space of four years between the celebrations of the Olympic games; used as an historical date from about 300 B. C. The 1st Olympiad began 776 B. C.; the 293rd and last in 393 A. D.
English (Woodhouse)
Wikipedia EN
Olympias (Ancient Greek: Ὀλυμπιάς, pronounced [olympiás], c. 375–316 BC) was the eldest daughter of king Neoptolemus I of Epirus, the sister of Alexander I of Epirus, the fourth wife of Philip II, the king of Macedonia and the mother of Alexander the Great. She was extremely influential in Alexander's life and was recognized as de facto leader of Macedon during Alexander's conquests. After her son's death, she fought on behalf of Alexander's son Alexander IV, successfully defeating Adea Eurydice. After she was finally defeated by Cassander, his armies refused to execute her, and he finally had to summon family members of those Olympias had previously killed to end her life. According to the 1st century AD biographer, Plutarch, she was a devout member of the orgiastic snake-worshiping cult of Dionysus, and he suggests that she slept with snakes in her bed.