αναγωγή
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
η (Α ἀναγωγή)
άρση, ανύψωση, το να οδηγείται κάτι από κάτω προς τα επάνω
νεοελλ.
1. μετατροπή, μετασχηματισμός κάποιου πράγματος σε άλλο ισοδύναμο, απλούστερο, βασικότερο
2. απόδοση τών αιτίων σε κάτι
μσν.
μτφ. ανέβασμα, εξύψωση, εξιδανίκευση
αρχ.
1. αναχώρηση πλοίου, ταξίδι στο ανοιχτό πέλαγος, απόπλους
2. περιποίηση τών φυτών, καλλιέργεια
3. αγωγή, ανατροφή,
4. επίκληση (πνεύματος κ.λπ.)
5. εμετός, απόχρεμψη
6. απόδοση, επιστροφή δούλου στον πωλητή του, αποζημίωση
7. (ως φιλοσ. όρος) α) αναφορά στην πρώτη αρχή ή αιτία
β) ανάλυση ορισμών σε συλλογισμούς
γ) έκσταση, ενόραση, διαίσθηση
8. στον πληθ. αἱ ἀναγωγαί, προσφορές, θυσίες για την ευόδωση πλοίου που αποπλέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγω. Η λ. ἀναγωγή παράγεται με αττικό διπλασιασμό
πρβλ. και ἄγω-ἀγωγή.
ΠΑΡ. αναγωγέας(-εύς), αναγώγια, αναγωγικός
αρχ.-μσν.
ἀναγώγιος.